Βρειτε μας στα Social Media

Ρέθυμνο

Δίκη Λεμπιδάκη: Τι είπαν στο δικαστήριο ο 47χρονος ακτιβιστής και ο 62χρονος μεσίτης

Δημοσιεύτηκε

στις

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Τον εαυτό του ως «σωτήρα» του Μιχάλη Λεμπιδάκη επιχείρησε να εμφανίσει ο 47χρονος ρεθυμνιώτης μαραγκός – ακτιβιστής κατά τη χθεσινή πολύωρη απολογία του ενώπιον του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης στο Ηράκλειο.

Υποστηρίζοντας ότι «έμπλεξε» και όταν είδε τον κ. Λεμπιδάκη κρατούμενο αποφάσισε να τον βοηθήσει και να τον απελευθερώσει, μίλησε για πολλή ώρα για τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να σώσει τον ηρακλειώτη επιχειρηματία, για τους δύο από τους συγκατηγορουμένους του με τους οποίους προσπαθούσαν να επιστρέψουν τον Μ. Λεμπιδάκη στο σπίτι του, ενώ αρνήθηκε πως είχε υποσχεθεί 100 χιλ. ευρώ σε άλλους εμπλεκόμενους. Η στάση του ενόχλησε πολλές φορές την έδρα, που τον κάλεσε να «μην περιαυτολογεί», ζητώντας του να πει αλήθεια και να αποκαλύψει πρόσωπα που δεν αποκάλυψε, λέγοντας του πως λέει ψέματα ή «τη δική του αλήθεια».
Δεύτερος απολογήθηκε ο 62χρονος μεσίτης, ο οποίος υποστήριξε πως ήταν «απλώς ταχυδρόμος», στέλνοντας επιστολές και μηνύματα που του υποδείκνυαν οι απαγωγείς, υποστηρίζοντας όμως ότι δεν τα έβλεπε και δεν γνώριζε το περιεχόμενο τους. Δήλωσε μετανιωμένος που ενέπλεξε την κόρη του, μόλις 17 ετών, όμως υποστήριξε πως συμμετείχε από τον Αύγουστο του 2017 για να βοηθήσει τον φίλο του, τον 47χρονο μαραγκό με τον οποίο «είχαν κοινούς αγώνες στον ΣΑΟΡ».
Η δίκη διακόπηκε για σήμερα και θα συνεχιστεί με τις απολογίες τεσσάρων ακόμα ατόμων, που δεν είναι προφυλακισμένα. Τη Δευτέρα πρόκειται να κάνει την πρόταση της η εισαγγελέας και δεν αποκλείεται να ξεκινήσουν και οι αγορεύσεις των δικηγόρων.

«ΕΓΩ ΤΟΝ ΒΟΗΘΗΣΑ»
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο περίμενα να έρθει αυτή η μέρα», είπε ξεκινώντας την απολογία του ο 47χρονος, στον οποίο με βάση τη δικογραφία αποδίδεται κεντρικός ρόλος στην υπόθεση. Υποστήριξε πως από «από την πρώτη μέρα είπα ξεκάθαρα ό,τι με αφορά» και ισχυρίστηκε πως στην υπόθεση «έμπλεξε» περίπου 15 μέρες μετά την αρπαγή του ηρακλειώτη επιχειρηματία. Αναφέρθηκε και εκείνος, όπως και συγκατηγορούμενος του, σε έναν ρώσο, που τον πλησίασε και του πρότεινε να φυλάξει κάποιον, λέγοντας πως «του είπα να μην είναι μόνο τίποτα κλεψιές», για να εισπράξει ερώτηση από την πρόεδρο αν θεωρεί εγκληματικό και παράνομο «μόνο τις κλεψιές». Νωρίτερα του είχε πει πως τον είχε ενημερώσει ο συγκατηγορούμενος του ότι τον θέλει κάτι, χωρίς να του διευκρινίσει τι. Περιέγραψε πως τον μετέφεραν στο πρώτο κρησφύγετο, λέγοντας πως δεν είδε τίποτα, γιατί ήταν στο πίσω μέρος της κλούβας και όταν σταμάτησαν, μπήκαν σε ένα υπόγειο, εκτιμώντας ότι σπίτι αυτό – που ήταν πολυτελές – βρισκόταν κάπου στο νομό Ρεθύμνου. Ήταν βράδυ, είπε, και του ζήτησαν να βάλει κουκούλα. Πήγε στο δωμάτιο που κρατούνταν όμηρος ο απαχθείς. «Άνοιξα την πόρτα και είδα έναν άνθρωπο. Ρώτησα ποιος είναι και μου είπαν: “η δουλειά σου είναι να τον φυλάς, να του δίνει να τρώει και σε δύο μέρες θα έρθω να σε πάρω”. Το άλλο πρωί πήγα στον κ. Μιχάλη. Είδε ότι είμαι άλλος από εκείνον που τον φύλαγε πριν. Μου είπε ότι είναι ο Λεμπιδάκης και είπα από μέσα μου “που έμπλεξες”… Ήμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Τον κ. Μιχάλη τον είχε πιάσει το παράπονο. Τον ηρέμησα. Μου περιέγραψε την αρπαγή του. Του είπα συγνώμη. “Δεν ήξερα που πάω. Μου είπαν ότι θα πληρωθώ καλά. Αλλά τέτοια λεφτά δεν τα θέλω. Δεν θα ξανάρθω.” Μου είπε να ξαναπάω, όμως. Του πήγα φαγητό και μου είπε πως δεν ήθελε. “Αν δεν φας το φαί σου, δεν θα ξανάρθω”, αλλά άρχισε να λέει να ξανάρθεις. “Ο Χριστός και η Παναγία σε έστειλε”, μου είπε. Είναι ένας χρυσός άνθρωπος. Τη δεύτερη μέρα που με άλλαξαν, πήγα στο υπόγειο. Κοίταξα τον καθρέπτη και έφτυνα τα μούτρα μου. Όσον ήμουν εγώ εκεί, τον κ. Μιχάλη τον προστάτευσα όσο κανείς άλλος», είπε.
Η πρόεδρος τον ρώτησε γιατί δεν έκανε, εφόσον έφυγε από το σπίτι, δεν έκανε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα έστω στην αστυνομία. «Με μπλέξανε, με παγίδευσαν και δεν μπορούσαν να κάνω αλλιώς. Δεν μπόρεσα να πάω στην αστυνομία. Απείλησαν εμένα και την οικογένεια μου». Προσπαθούσε, είπε, να μάθει ποιοι ήταν από πίσω γιατί αποφάσισε να σώσει τον κ. Λεμπιδάκη. «Μην το παίζετε σωτήρας», του είπε η πρόεδρος και ο κατηγορούμενος επέμεινε πως αυτός έγινε ο στόχος του.
Πρόσθεσε ακόμα πως γι’ αυτό το λόγο πρότεινε στον απαχθέντα να κάνει τον άρρωστο, για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΟΝ Μ. ΛΕΜΠΙΔΑΚΗ
Η αναφορά του 47χρονου σε μία κουβέντα του Μιχάλη Λεμπιδάκη, προκάλεσε την αντίδραση της έδρας που κάλεσε τον επιχειρηματία, που ήταν παρών να παρασταθεί δίπλα στον απολογούμενο και να πιστοποιήσει τα λεγόμενα του. «Ο κ. Μιχάλης μου είπε ότι θα με περιμένουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου αγωνιώντας», είπε ο 47χρονος. «Με αυτά που λέτε γέλασε ακόμα και ο κ. Λεμπιδάκης», είπε η πρόεδρος και κάλεσε τον επιχειρηματία.
«Γέλασα που είπε πως είπα ότι θα με περιμένει η γυναίκα μου. Μπορεί και να το είπα. Για τα υπόλοιπα ισχύει ό,τι κατέθεσα», είπε εκείνος με την πρόεδρο να ρωτά: «με τις υπερβολές που λέει;». Ο κ. Λεμπιδάκης επανέλαβε πως οι απαγωγείς και φροντιστές τους ήταν ευγενικοί στην συντριπτικής του πλειοψηφία.

«Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ»
Επιχείρησε, δε, ο κατηγορούμενος να περιγράψει τις δύσκολες στιγμές που έζησε λέγοντας ακόμα και πως «η γυναίκα μου νόμιζε ότι είχα παράνομη σχέση. Της έλεγα ότι τρέχω με τους πλειστηριασμούς και από μέσα μου έλεγα “Αχ, Μιχάλη να ήξερες τι τραβώ”», με την πρόεδρο να σχολιάζει «ο καθένας με τον πόνο του».
Περιέγραψε ο 47χρονος πως από το άγχος και τη στεναχώρια του κατέληξε με προβλήματα πίεσης στο νοσοκομείο, έχοντας πει νωρίτερα πως μετά το πρώτο κρησφύγετο δεν ξανασχολήθηκε με την υπόθεση μέχρι τις 10 Αυγούστου. Ενημερώθηκε, είπε, από τον 48χρονος από τα Μετόχνια για το σημείο που είχε μεταφερθεί, στη Ζουρίδα, ο Μιχάλης Λεμπιδάκης. «Πήγα και βρήκα τον ιδιοκτήτη που ήταν φίλος μου. «Τι έχεις; Δεν είμαι καλά, μου είπε. Εγώ ξέρεις για ποιο λόγο μπήκα στο νοσοκομείο; Για τον ίδιο, του είπα και του εξήγησα τη δική μου εμπλοκή. Ανέβηκα στη σοφίτα και είδα τον κ. Μιχάλη. Με το που με είδε, κατάλαβε πως ήμουν εγώ και ήρθε και με αγκάλιασε. Φορούσα πάντα κουκούλα, δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπο μου. Μου έδειχνε τα πόδια του που τον είχαν φάει οι ψύλλοι από εκεί που τον είχαν πάει πριν.
Με έχουν ξεχάσει όλοι, μου είπε. Όχι, κε Μιχάλη δεν σε έχουν ξεχάσει. Η αστυνομία κάνει έρευνες, η γυναίκα σου σε περιμένει. Εγώ θα σε παραδώσω του είπα. Ο κ. Μιχάλης έταζε σε όλους λεφτά, να τον βοηθήσουμε και θα μας δώσει λεφτά. Του είπα, άμα μου ξαναπείς για λεφτά εγώ δεν θα ξαναρθω…. Αυτά μας έφεραν εδώ που είμαστε. Οι πολιτικοί μας έφεραν…», είπε …με την πρόεδρο να αντιδρά: «πολύ ωραία κύριε κατηγορούμενε, ωραίο μήνυμα στέλνετε. Δηλαδή οι πολιτικοί μας έφεραν εδώ και δικαιολογείται η απαγωγή»;
Υποστήριξε ακόμα ο κατηγορούμενος πως πήγε μόνο δύο φορές στη μάντρα, γιατί είχε πει στον ιδιοκτήτη τον τρόπο να σώσουν τον Μιχάλη Λεμπιδάκη. «Αν έρθουν να τον πάρουν από δω να πεις ότι εγώ τον πήρα. Του είπα ακόμα πως επειδή καταλαβαίνω τη θέση του, ακόμα και η αστυνομία να έρθει, να πει πως εγώ τον έφερα και αναλαμβάνω την ευθύνη», είπε και εξήγησε πως με αυτόν τον τρόπο οι βασικοί απαγωγείς, τους οποίους είπε πως δεν γνώριζε, έχασαν τα ίχνη του Μιχάλη Λεμπιδάκη και τον προσέγγισαν για να τους πει που τον είχε πάει. Αυτή είναι μία αναφορά που έκανε για πρώτη φορά ο 47χρονος κατηγορούμενος, εξηγώντας πως αυτό ήταν το σχέδιο του για την απελευθέρωση του Μ. Λεμπιδάκη! «Δηλαδή θέλετε να μας πείτε ότι οι εγκέφαλοι, όταν τους είπε ο ιδιοκτήτης της μάντρας πως πήρατε τον απαχθέντα εσείς, δεν ανέβηκαν στην σοφίτα για να δουν αν είναι εκεί;», αναρωτήθηκε η εισαγγελέας, η οποία εξέφρασε την απορία της πως άνθρωποι που δεν είχαν ηγετικό ρόλο, όπως λένε, κατάφεραν να ξεγελάσουν τους εγκεφάλους.
Ο 47χρονος περιέγραψε πως ζήτησε βοήθεια από τον 62χρονο μεσίτη, με τον οποίο ήταν φίλοι, καθώς και από τον 44χρονο Θεσσαλονικιό, που συνελήφθη ως φύλακας στο τελευταίο κρησφύγετο. «Είπα στον φίλο μου από τη Θεσσαλονίκη να έρθει να βοηθήσει να σώσουμε τον άνθρωπο και αυτός μου είπε ότι χρωστάει 60-65 χιλ. Του είπα να έρθει και ο κ. Μιχάλης σίγουρα θα σε βοηθήσει. Είπαν ότι έταξα 100 χιλ. σε όλους. Δεν ισχύει αυτό. Είπα στον φίλο μου από τη Θεσσαλονίκη ότι ο Λεμπιδάκης είναι χρυσός άνθρωπος και να τον προσέχεις σαν τα μάτια σου.
Βρέθηκα σε αδιέξοδο και μετά προσπαθούσα να κάνω ό,τι μπορούσα για τον κ. Μιχάλη. Αυτή είναι η αλήθεια. Εγώ είμαι υπεύθυνος που έμπλεξα τους άλλους δύο (θεσσαλονικιό και μεσίτη)», είπε.
«Μας λέτε ψέματα», είπε η πρόεδρος. «Σας λέω αλήθεια» αντέτεινε ο κατηγορούμενος. «Την αλήθεια που έχετε φτιάξει εσείς. Αν θέλετε να βοηθήσετε τον εαυτό σας, πείτε αλήθειες», πρόσθεσε η πρόεδρος.
Για τον μεσίτη είπε πως του ζήτησε να βοηθήσει ώστε να απελευθερώσουν τον κ. Λεμπιδάκη, του περιέγραψε την κατάσταση και εκείνος του είπε: «Θα μπλέξουμε. Θα λέμε την αλήθεια και κανείς δε θα μας πιστεύει».
Τελειώνοντας, ζήτησε συγνώμη: «Πέφτω και κοιμάμαι ήσυχος. Μπορεί να είμαι στη φυλακή, να σκέφτομαι τα παιδιά και τα εγγόνια μου, αλλά σκέφτομαι ότι έκανα κάτι καλό, εννοώ προσπάθησα να βοηθήσω τον κ. Μιχάλη.
Ζητάω συγνώμη για ό,τι δεν μπόρεσα να κάνω για τον κ. Λεμπιδάκη. Συγνώμη κυρίως στους φίλους μου, και ζητάω συγνώμη από την οικογένεια μου, τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τα αδέρφια μου, γιατί τους πλήγωσα’.

ΜΕΣΙΤΗΣ: «ΜΕΤΑΝΙΩΣΑ ΠΟΥ ΕΝΕΠΛΕΞΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ»
Στη συνέχεια απολογήθηκε και 62χρονος μεσίτης, ο οποίος εμφανίστηκε μετανιωμένος για την εμπλοκή του στην υπόθεση και ζήτησε συγνώμη. Όπως είπε, δύο ήταν τα τραγικά λάθη που έκανε. Το πρώτο, ότι ενεπλάκη στην υπόθεση επειδή του το ζήτησε ο επιστήθιος φίλος του – ο 47χρονος ακτιβιστής – , ο οποίος όπως χαρακτηριστικά είπε του «προσέφερε τη βοήθειά του με λάθος τρόπο». Το δεύτερο και μεγαλύτερο, πρόσθεσε ήταν ότι επειδή βρισκόταν σε ακραία συναισθηματική κατάσταση ενέπλεξε και την κόρη του. Σε όλη τη διάρκεια της απολογίας του, επιχείρησε να παρουσιάσει ένα προφίλ που δεν συνάδει με την φυσιογνωμία ενός εγκληματία, όπως του αποδίδεται. Όπως ανέφερε πάντα προσπαθούσε να βοηθήσει τους άλλους, να προστατεύσει πολίτες από πλειστηριασμούς και αυτοχαρακτηρίστηκε δοτικός και αλληλέγγυος. Όλες αυτές οι αναφορές πάντως, σχολιάστηκαν καυστικά από την έδρα με την φράση ότι “δεν αντέχουν και πολύ στη λογική”.
«Θέλω να απολογηθώ ενώπιον ανθρώπων και να εξομολογηθώ ενώπιον του θεού. Θέλω να πω την ειλικρινή μου συγνώμη για όσα προκάλεσα σε ανθρώπους άγνωστους σε μένα», είπε και αναφερόμενος στην οικογενειακή του κατάσταση το δικαστήριο τον κάλεσε να «περιοριστεί στο κατηγορητήριο, δεν μας ενδιαφέρει τι άλλο έχετε κάνει στη ζωή σας. Είμαστε όλοι έμπειροι, με το που ανοίγει κάποιος το στόμα του, ξέρουμε με τι άνθρωπο έχουμε να κάνουμε».
Για τους δύο συγκατηγορούμενους του, τον 47χρονο ακτιβιστή και τον 45χρονο ιδιοκτήτη της μάντρας είπε πως «δεν ήταν άνθρωποι τυχαίοι, ήταν άνθρωποι που γνώριζα χρόνια» και ερωτώμενος με ποιο αντάλλαγμα μπήκε στην υπόθεση, είπε: «Μου ζήτησε ο 47χρονος να κάνω τον ταχυδρόμο με στόχο να απελευθερωθεί ο κ. Λεμπιδάκης. Μου είπε να βοηθήσουμε να κάνουμε το καλό, να σώσουμε τον άνθρωπο και το καλό θα μας ανταμείψει. Δεν είπαμε ποτέ τι θα πάρω.
Είπα και στους δύο ότι πρέπει να παραιτηθούμε, ότι είναι φαύλος κύκλος. Ήξεραν ότι έπρεπε να κλείσει ο φαύλος κύκλος».

«Είχα αλλάξει χαρακτήρα, φοβόμουν, συνεχώς κοιτούσα πίσω μου ποιος με παρακολουθεί. Ο φόβος μου και η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν τέτοια που είχα φτάσει σε απόγνωση», είπε με την έδρα να αναρωτιέται: «Τον κ. Λεμπιδάκη τον σκεφτήκατε τι τράβηξε; Γιατί δεν του είπατε του φίλου σας να πάει στην αστυνομία, αντί να μπείτε κι εσείς στο λάθος; Έχετε φτιάξει μία εικονική πραγματικότητα στο μυαλό σας. Ή δεν επικοινωνείτε ή έχετε ενοχές ή μας κοροϊδεύετε» τόσο η πρόεδρος όσο και η εισαγγελέας τον ρώτησαν πως είναι δυνατόν να ενέπλεξε την ανήλικη κόρη του, ζητώντας της να μεταφέρει φακέλους με προσοχή στο ΚΤΕΛ, ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα ή να προσέχει κατά την αγορά καρτών ανανέωσης χρόνου κινητού από το Σπήλι, από καταστήματα που δεν είχαν κάμερες καταγραφής. «Αυτό ήταν το λάθος μου, που ενέπλεξα το παιδί μου. Η κόρη μου είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Έκλαιγα τρεις μέρες, όχι για μένα, αλλά για το παιδί μου που ήταν στην καρέκλα».
Ρωτήθηκε επισταμένα για το πώς έστελνε τα μηνύματα στο κινητό και τους φακέλους σε συνεργάτες και συγγενείς του Μιχάλη Λεμπιδάκη, λέγοντας πως δεν τα διάβαζε, αλλά πως έκανε ό,τι του έλεγαν οι απαγωγείς.
Ο 62χρονος κατηγορείται ότι υπήρξε ο «ταχυδρόμος» για το διάστημα Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 2017, παίρνοντας τους φακέλους από τους δύο συγκατηγορουμένους του, και ενώ οι «εγκέφαλοι» θεωρούσαν πως ο Λεμπιδάκης δεν ήταν στην σοφίτα… Είπε πως ο ίδιος επέλεγε να μεταβεί σε Χανιά, Ηράκλειο ή Αθήνα για να στείλει τα μηνύματα και τις επιστολές ή το βίντεο, γεγονός που έκανε την εισαγγελέα να αναρωτηθεί πως, ενώ οι «εγκέφαλοι» είχαν χάσει τον έλεγχο της απαγωγής, όπως λένε οι κατηγορούμενοι, έχοντας πιστέψει (;) ότι ο απαχθείς δεν βρισκόταν στο τελευταίο κρησφύγετο, οι κατηγορούμενοι εξακολουθούσαν να ακολουθούν τις οδηγίες τους και δεν άνοιγαν την πόρτα να φύγει ο κ. Λεμπιδάκης για να τον σώσουν, όπως υποστηρίζουν ότι ήθελαν να κάνουν.
«Δεν θέλω να απεμπλακώ από την ευθύνη μου. Κατάλαβα ότι έμπλεξα σε κακή ιστορία. Ήταν τόσο ακραία η συναισθηματική μου κατάσταση που ενέπλεξα το παιδί μου. Όταν είπα το ναι, το μετάνιωσα και ιδιαίτερα τη δεύτερη φορά που πήγα τον φάκελο στα ΚΤΕΛ και έβαλα το κοριτσάκι μου να το κάνει. Ήταν όμως ήδη αργά. Ξέρω ότι έκανα κακό σε ανθρώπους που δε γνώριζα και σε ανθρώπους που αγαπάω», κατέληξε.

Πηγή: goodnet.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Ακολουθήστε το Daynight.gr σε Google News, Facebook και Instagram.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο Daynight.gr
Διαφήμιση
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση ammos
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση ammos
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση vision

ΔΗΜΟΦΙΛΗ