Βρειτε μας στα Social Media

Ρέθυμνο

Ο Αθηναίος που γύρισε όλο το Ρέθυμνο σε 24 ώρες και έπαθε την πλάκα της ζωής του! | ΦΩΤΟ

Δημοσιεύτηκε

στις

Ρεθύμνου
Διαφήμιση
Διαφήμιση

Στον δρόμο από Ηράκλειο για Ρέθυμνο και λίγο έξω από το Μπαλί… Κάθε χάδι στο γκάζι, πάντα με προσοχή και εντός ορίων ταχύτητας, ήταν και ένα βήμα πιο κοντά στον στόχο. Στην ευλαβική τήρηση του προγράμματος. Στην υλοποίηση του “πλάνου”. Ποιο ήταν αυτό; “Να τα προλάβουμε όλα στο Ρέθυμνο. Και μετά ας ξανάρθουμε”.

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου για το Daynight.gr

Το είχα θέσει εξ αρχής ως πρόκληση στο μυαλό μου, η οποία, είχε πια ποτίσει μέσα του. Σαν να είχε εισβάλει μία ουσία ντόπια, εκστασιαστική, που τη βρίσκεις μόνο σε αυτό το μαγικό μέρος και ενεργοποιεί τις ταξιδιωτικές ενδορφίνες. Αυτές που σε καλούν να ανακαλύψεις να πάντα. Σε δελεάζουν να προλάβεις και να τα δεις όλα. Είχα πια συμβιβαστεί με αυτή την ψυχαναγκαστική ιδέα. Άγχος στην πρωτευουσιάνικη ρουτίνα; Άγχος και στις διακοπές. Γεμάτο ντεπόζιτο, λίγα παραπάνω καύσιμα σε σώμα και  υπομονή, είχα εξοπλιστεί κατάλληλα και για τους δυο μας.

 

Ώρα 12:30 μ.μ. Πρώτη στάση Μπαλί για καφέ και συνεχίζουμε 

Μετά από μιάμιση (και βάλε) ώρα οδήγησης χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση. “Και οι δυο μας”, πετάγεται από δίπλα. “Ναι, αλλά εγώ το πατάω αυτό το ρημάδι”. Όταν μιλάμε για ταξιδιωτικό ντουέτο, τέτοια ανάλαφρα καβγαδάκια γράφουν πολλά χιλιόμετρα στο κοντέρ, όσο αυτά στο καντράν αυξάνονται. Ένας καφές στο Μπαλί με θέα τον εξωτικό κολπίσκο, κι ας μην περιελάμβανε βουτιά, ήταν μία γερή δόση οξυγόνου για να επιστρέψουμε στον δρόμο και να βάλουμε σε τάξη τον “χάρτη” που εικονικά είχαμε σχεδιάσει.

Είχα διαβάσει κάθε διαδικτυακό blog για τα μέρη που έπρεπε να επισκεφτώ. Κι όσο ο κένσορας κατέβαινε, τόσο κολλούσα πάνω στην οθόνη, τόσο μεγάλωνε η δίψα μου. “Λοιπόν, Μαγγελάνε; Πού πάμε;”.

Τα είχα σχεδιάσει όλα. Θα ξεκινούσαμε από τον Πλακιά. Η πινέζα, όμως, είχε τοποθετηθεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο, οριοθετώντας μία ειδική διαδρομή. “Θα πάμε από το φαράγγι του Κοτσυφού”, είπα έχοντας μπροστά μου το GPS, πού τόσο μου χάλαγε αισθητικά τον ρόλο και το προφίλ του αγνού παραδοσιακού ερευνητή. Προτιμούσα χάρτη.

Μετά από λίγες τζούρες καφέ και μερικές εισπνοές θαλασσινού αέρα, φύγαμε από το Μπαλί με προορισμό τον Πλακιά. Δεν ξέρω αν η διαδρομή από το φαράγγι ήταν εναλλακτική. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος τρόπος να φτάσεις στο σημείο, ή αν η διέλευση από τους επιβλητικούς βράχους ήταν μονόδρομος. Εγώ έκανα τη μόστρα μου. “Είναι πολύ πιο ωραία διαδρομή”. Και όντως ήταν. Αν δεν αντέχεις το οδοιπορικό στα φαράγγια, αν δεν είσαι αθλητικός τύπος, το οδικό πέρασμα και μόνο από τα βραχώδη διαχωριστικά που σκεπάζουν τον δρόμο δημιουργούσαν ένα εντυπωσιακό και λιγάκι άγριο τοπίο. Λες και οι βράχοι σε υποδέχονταν μεγαλοπρεπώς για κάθε ξεχωριστή σπιθαμή του Ρεθύμνου. Δεν ήθελα να αφήσω σπιθαμή για σπιθαμή.

 

Ώρα 14:00 Στον Πλακιά, η φυσική ομορφιά “ξεγυμνώνεται” μπροστά σου

Μετά από αρκετό στροφομάνι, με προσοχή και έμφαση στο φρένο πια, φτάνοντας στους πρόποδες, η πρώτη παραλία του Πλακιά απλώθηκε μπροστά μας. Οδηγώντας παράλληλα, τη χαζεύαμε, σχεδόν ασκαρδαμυκτί, με την κόρη του ματιού να ερεθίζεται, να διαστέλλεται, να διεγείρεται από το αχανές και καταγάλανο τοπίο. Δεξιά μου, έσκασε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και ανακούφισης, για την πρώτη μας βουτιά. Έσβησε απότομα. “Όχι εδώ. Θα πάμε κάπου καλύτερα”.

Ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά, περνώντας από έναν μικρό χωματόδρομο μεσαίων απαιτήσεων ως προς το όχημα που σε κουβαλά, φτάσαμε στο Αμμουδάκι. Το είχα σημαδέψει από την πρώτη φωτογραφία.

Η ευκρίνεια, η διαύγεια και η διαφάνεια του γαλάζιου, τα κρύα κρυστάλλινα νερά, η μικρή σπηλιά που θα σε αγκαλιάσει και θα σε ξεκουράσει μετά από λίγο κολύμπι στην ανατολική πλευρά της παραλίας, συνέθεσαν το πρώτο μαγευτικό σκηνικό που ανυπομονούσα να δω. Την αποκαλούν και “παραλία γυμνιστών”. Και όντως είναι. Μια ματιά μονάχα φτάνει για να αποσπασθείς από το απέραντο γαλάζιο και να παρασυρθείς στο λάθος. “Γι’ αυτό ήθελες να έρθουμε”

Φεύγοντας κοντοστάθηκα για να απαθανατίσω την μικρή παραλία από ψηλά, αλλά και να κοιτάξω με φθόνο τους λίγους και “εκλεκτούς” που είχαν προλάβει να πιάσουν τις μετρημένες στα δάχτυλα ξαπλώστρες του beach bar. Εγκατεστημένες πάνω στο γκαζόν μπορούν να σκανάρουν όλο το τοπίο χάρη στην περίοπτη θέση που κατέχουν πάνω στον βράχο.

Για τους τολμηρούς και αθλητικούς, ανατολικά της παραλίας, υπάρχει ένα ακόμη κολπάκι, με νερά ίδιας απόχρωση, από όπου όμως θα χρειαστεί κατάβαση για να φτάσεις σε αυτό και να γευτείς τους καρπούς της ιδιωτικότητας που απλόχερα προσφέρει.

 

Ώρα 15:30 Μα τον Δία, η Καλυψώ είναι ό,τι πιο όμορφο έχω δει! 

Η επόμενη στάση δεν ήταν δική μου επιλογή. “Τώρα θα πάμε εκεί που θα πω εγώ”, ακούστηκε από δίπλα μου. Με χάλασε λίγο, γιατί ένιωσα τον ρόλο του leader μαζί και το χρονοδιάγραμμά μου να απειλούνται. Η κοντινή απόσταση, ωστόσο, και οι υποσχέσεις για μία πινελιά, εκτός προγράμματος μεν, αλλά με ανάλογη “επήρεια”, ήταν επαρκή πειστήρια.

Το “Kalypso Cretan Village Resort & Spa” δεν είναι το ξενοδοχείο που θα πας για να μείνεις. Όχι για μικροαστούς σαν του λόγου μας. Προσφέρει, ωστόσο, τη δυνατότητα, με ένα ευτελές (για τα δεδομένα των όσων προσφέρει) ποσό, να περιηγηθείς σε αυτό, να γευτείς λίγη από την πολυτελή ομορφιά του και τον πολύ ιδιόμορφο κόλπο που σου λέει “πέσε και κολύμπα”.

Εκεί που ζούσε η μυθική βασίλισσα Καλυψώ, στις σπηλιές που μάγεψε και “εγκλώβισε” την καρδιά του Οδυσσέα, το “ερωτικό” κάλεσμα είναι ίδιο για κάθε ηλικία και φύλο. Είναι μυθικό, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ένα τοπίο άγριο και όμορφο ταυτόχρονα, με τις ξαπλώστρες να αγναντεύουν το πέλαγος στους πρόποδες των γιγαντιαίων βράχων και με πέτρες που θυμίζουν “Συμπληγάδες” να σχηματίζουν έναν κόλπο που σε προσκαλεί να βουτήξεις. Επίδοξοι δύτες ετοιμάζονται από τους ειδικά εκπαιδευμένους της σχολής που είναι εγκατεστημένη στο σημείο, άνθρωποι χαλαρώνουν και χαζεύουν το τοπίο γύρω τους, σταματώντας μόνο για μία βουτιά από σκάλα ή βράχο. Δεν είναι μία κοινή παραλία. Είναι ένα μέρος βγαλμένο από στροφές του Ομήρου, μία αφτιασίδωτη απεικόνιση της μυθολογίας.

 

Ώρα 17:00. Ένα παιδί μετράει τα… σκαλιά

Η επόμενη στάση ήταν η πιο μεγάλη και πιο δύσκολη πρόκληση της ημέρας. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Αν μου ζητήσεις έναν παραπάνω λόγο για να επισκεφτώ την Πρέβελη είναι για να μετρήσω τα σκαλιά που χρειάζεται να κατέβεις για να φτάσεις στην παραλία και λίμνη, οι οποίες ενώνονται για να σχηματίσουν ένα από τα πιο εξωτικά παραθαλάσσια μέρη της Κρήτης.

Κατεβαίνοντας, έβλεπα ανθρώπους να ανεβαίνουν σε σχήμα “Γ”, γλώσσες να βγαίνουν όπως στα καρτούν, λόγια αποχαιρετισμού με μορφή ψαλμωδίας όσο η ανάσα κοβόταν από το περπάτημα, ατάκες τύπου “πες στη μαμά ότι την αγαπώ” και μάτια να μας κοιτάνε προειδοποιητικά. Ως ενθουσιασμένος ταξιδιώτης δεν μάσησα. “Μην αγχώνεσαι, εμείς θα ανέβουμε από τον άλλον δρόμο”. Άγνωστοι άρχισαν να με κοιτάζουν με την ελπίδα ότι κρύβω κάποιο κρυφό, λυτρωτικό μονοπάτι στα κιτάπια μου. “Πλάκα κάνω παιδιά”. Κατά βάθος, όμως, ως γνήσιος Έλληνας, το πίστευα. Δεν μπορεί, κάτι θα βρούμε.

Η κατάβαση δεν είναι τόσο δύσκολη. Η πανοραμική εικόνα της θάλασσας που συνορεύει με τη γεμάτη φοίνικες λίμνη είχε βάλει στο “mute” κάθε δισταγμό.

Όταν φτάσαμε, πριν βουτήξουμε, κι αφού οι τένοντες στα πόδια ήταν ακόμη ακμαίοι, αποφασίσαμε να διασχίσουμε και να ανακαλύψουμε το φοινικόδασος. Ένα τοπίο, βγαλμένο από καρτ-ποστάλ. Χωμάτινα μονοπάτια, περιφραγμένα από φοίνικες, κάλυπταν τον ουρανό, αφήνοντας μόνο μερικές χαραμάδες ομορφιάς για να μερικές ρουφηξιές αντοχής από τη λίμνη που σε ακολουθούσε στο διάβα σου. Φτάνοντας στον τερματισμό, τα νερά έπεφταν από παντού, τα φύλλα των δέντρων ανέμιζαν γύρω σου, ο επίγειος παράδεισος ήταν εδώ. Στην υγειά του κάθε σκαλιού ξεχωριστά.

Βουτήξαμε στα παγωμένα νερά της λίμνης μέχρι το γόνατο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για την παραλία. Βουτιά στα επίσης κρύα και πεντακάθαρα νερά, ένα δροσιστικό αναψυκτικό στην καντίνα που ένας θεός ξέρει πώς προμηθεύεται τα προϊόντα της εκεί κάτω, μόνο λίγα λεπτά ξαποστάσαμε και ξανά προς την ανάβαση τραβήξαμε.

 

Ώρα 19:00. Στους Αμμόλοφους δεν αφήσαμε τα κόκαλά μας

Η ιδανική και ενδεδειγμένη ώρα για το τέλειο ηλιοβασίλεμα. Με βάρος στα πόδια και γάμπες που βαρυγκωμούσαν, καθόμασταν στο αυτοκίνητο, με το δίλημμα να βασανίζει το μυαλό μας. Η διάσταση απόψεων ξεκάθαρη, όπως και το ερώτημα: Πίσω στην πόλη ή συνεχίζουμε; “Θα δεις το καλύτερο ηλιοβασίλεμα που έχεις δει στη ζωή σου”. Η υπόσχεσή μου έκρινε και το αποτέλεσμα της κάλπης. Βενζίνη είχαμε, αντοχές όχι, αλλά η “λύσσα” μέσα μου να προλάβουμε όσο περισσότερα μπορούσαμε πριν ο ήλιος δύσει δεν είχε κοπάσει.

Ως άλλος Σπίντι Γκονζάλες, ξεκίνησα με προορισμό τον Άγιο Παύλο και  συγκεκριμένα τους Αμμόλοφους, την παραλία από όπου η δύση του ήλιου μοιάζει με ιεροτελεστία. Φτάσαμε την τέλεια ώρα. Λίγο μετά τις 20:00 οι ακτίνες είχαν αρχίσει να μας καλούν στο αποχαιρετιστήριο τελετουργικό.

Όπως συμβαίνει σε κάθε ομορφιά της ζωής, το άγγιγμα της ευτυχίας, ακόμη κι αν αυτή προσφέρεται με ένα μοναδικό στιγμιότυπο, χρειάζεται θυσίες.

Για να κατέβεις στην παραλία θα χρειαστεί θάρρος, γερό πόδι, ενίοτε και κλειστά μάτια. Η πλούσια και βαθιά άμμος, μικρογραφία ερήμου, “ρουφά” τα πόδια, ο άνεμος στέλνει την άμμο στο πρόσωπό σου, ενώ η κλίση 45 μοιρών της αμμώδους ράχης κάνει την κατάβαση αρκετά δύσκολη. Την ανάβαση να δεις…

 

Μετά από μία σύντομη περιπέτεια, κι αφού δεν κουτρουβαλιαστήκαμε για να φτάσουμε, αποζημιωθήκαμε μέχρι τελευταίας βλεφαρίδας.  Ένα τοπίο ειδυλλιακό, με το πορτοκαλί του ήλιου να αντανακλάται στη θάλασσα, σαν να της προσφέρει το τελευταίο άγγιγμα πριν την καληνυχτίσει. Ήλιος, νερό και άνεμος που σήκωνε την άμμο συχνά-πυκνά και την σκόρπιζε πάνω μας με ριπές. Η φύση είχε επιβάλει τους νόμους της με τρόπο αυστηρό, χωρίς περιθώρια και εκπτώσεις για να θαυμάσεις τον θησαυρό της, με το προνόμιο της “μοναδικότητας” να κάνει ακόμη πιο απολαυστική την παραμονή στην παραλία, που για την ώρα εκείνη, είχαμε αποκλειστικά για πάρτη μας.

Αν θες να βρεθείς στους Αμμόλογους, να ξέρεις πως η ανάβαση δεν είναι εύκολη. Κάθε βήμα είναι και μία βουτιά στην άμμο και κάθε τέτοια βουτιά κάνει το πόδι όλο και πιο βαρύ. Η απότομη κλίση θα σε κουράσει από νωρίς, ενώ οι μικρές και ατίθασες αμμοθύελλες θα σε  σταματούν τακτικά για να καλύψεις το πρόσωπό σου. Χρειαστήκαμε περίπου 20 λεπτά για να καλύψουμε μία απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων. Κουραστήκαμε, πιαστήκαμε, σχεδόν τραυματιστήκαμε. Η αθλητικότητα είναι μία λέξη άγνωστη για εμάς, ωστόσο μπορώ να βρω αναρίθμητες λέξεις για να σου περιγράψω την ομορφιά όσων αντικρίσαμε. Και με βεβαιότητα να πω πως κάθε βήμα προς ή από αυτό το σημείο άξιζε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό.

 

221:30 Επιστροφή στο Ρέθυμνο, αλλά… πού ξεκούραση

Φεύγοντας από τους Αμμόλοφους, περνώντας από τα Σαχτούρια, το πρώτο χωριό που θα συναντήσεις στον δρόμο της επιστροφής, έβλεπες τον ήλιο να έχει κρυφτεί πια πίσω από τα βουνά, αφήνοντας μόνο λίγο από το χρώμα του να μας κρατά συντροφιά και να κρατά ζωντανή τη μαγεία που συνόδευε το ταξίδι της επιστροφής. Όσο πλησιάζαμε στο Ρέθυμνο, τόσο πύκνωνε το σκοτάδι. Περάσαμε από πολλά όμορφα χωριά, φλερτάραμε με την ιδέα μίας ακόμη στάσης, ωστόσο, λίγο η κούραση, λίγο η ανάγκη να δούμε την πόλη, κλείσαμε τα αυτιά μας και συνεχίσαμε.

Θυμάμαι ακόμη να βγάζω άμμους από πάνω μου στον δρόμο αλλά και κατά την ετοιμασία μας για μία χαλαρή βραδινή βόλτα στο κέντρο του Ρεθύμνου. “Χαρά στο κουράγιο” μας λέγανε κάποιοι, αλλά εμείς περπατήσαμε στα σοκάκια, φωτογραφηθήκαμε και φωτογραφήσαμε, μέχρι να διαλέξουμε ένα από τα πολλά μεζεδοπωλεία που σε χορταίνουν στο μάτι μόνο από τα πιάτα των διπλανών, όσο περιμέναμε τα δικά μας να έρθουν.

Φάγαμε πολύ ωραία γκουρμέ πιάτα με γερές δόσεις κρητικών γεύσεων, αν και θα προτιμούσαμε κάτι πιο παραδοσιακό. Ίσως την επόμενη φορά, όπου δεν θα πούμε όχι στο κάλεσμα από τα μικρά γραφικά χωριουδάκια, μερικά από τα σημεία που μας “ξέφυγαν” σε αυτό το αλησμόνητο, λίγο κουραστικό, αλλά χορταστικό road trip.

Το επόμενο πρωί, μετά από γερό ύπνο, έχοντας γεμίσει τις μπαταρίες μας, καφές και πρωινό σε παραλιακή καφετέρια, λίγη ακόμη περιήγηση στα ηλιόλουστα αυτή τη φορά σοκάκια και, δεν θα ‘ταν 12 η ώρα, πίσω για το Ηράκλειο.

Ένα 24ωρο φυσικής ομορφιάς, εναλλαγής εικόνων, γεμάτο με όλα τα “χρυσαφικά” του φυσικού πλούτου που διαθέτει τούτη η χώρα, τούτο το νησί. Κανένας πόνος, καμία κούραση, κανένα σκαλί δεν έχει μείνει στο άλμπουμ των αναμνήσεων που έχουμε μπροστά μας. Τρέξαμε, αγχωθήκαμε, ταλαιπωρηθήκαμε, αλλά τα προλάβαμε. Όχι όλα. Ομολογουμένως, πολλά. Και σίγουρα αρκετά για να έχουμε να νοσταλγούμε και να τα βλέπουμε ως καλούς λόγους για να επιστρέψουμε.

 

Αντί επιλόγου; Όπως έλεγε κι ο Καζαντζάκης από την “Αναφορά στον Γκρέκο”:

“Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε […] Ρίχνω στερνή ματιά γύρω μου· ποιόν να αποχαιρετήσω; τι ν’αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό;”.

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Ακολουθήστε το Daynight.gr σε Google News, Facebook και Instagram.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο Daynight.gr
Διαφήμιση
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση vision

ΔΗΜΟΦΙΛΗ