Βρειτε μας στα Social Media

ΥΓΕΙΑ

Γιατί οι Έλληνες χάνουν το προνόμιο της μακροζωίας;

Διαφήμιση
Διαφήμιση

Δημοσιεύτηκε

στις

Σοβαρή επιβράδυνση καταγράφεται στη βελτίωση του προσδόκιμου ζωής στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα μεγάλη υποχώρηση της χώρας στη σχετική κατάταξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το προσδόκιμο ζωής, δηλαδή τα χρόνια που ζει ο πληθυσμός στην Ελλάδα κατά μέσον όρο, συνεχίζει να αυξάνεται, αλλά με σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μάλιστα, ειδικά μετά την πανδημία καταγράφεται μείωση του προσδόκιμου ζωής. Κι έτσι η Ελλάδα από τόπος μακροζωίας μετατρέπεται σε ουραγό σε αυτόν τον ποιοτικό δείκτη, καθώς το προσδόκιμο ζωής δεν δείχνει μόνο τα πόσα χρόνια ζούμε, αλλά και το πώς ζούμε, το επίπεδο ζωής.

Συγκεκριμένα, ενώ η Ελλάδα το 1990 ήταν 3η σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο προσδόκιμο ζωής (77,2 έτη), το 2001 ήταν στην 5η θέση (79,1 έτη), το 2010 είχε ήδη πέσει στη 10η θέση (80,6 έτη) και το 2024 ακόμη πιο χαμηλά, στη 14η θέση (80,7 έτη). Ανεβαίνει μεν, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.

Δύο πρόσφατες σημαντικές ανακοινώσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) κατέγραψαν αυτή την τάση στις τελευταίες δεκαετίες. «Εξετάζοντας τα κέρδη ζωής σε ευρωπαϊκές χώρες σε δύο περιόδους, δηλαδή ανάμεσα στο 2001 και το 2010 κι ανάμεσα στο 2010 και το 2019, διαπιστώνουμε ότι η χώρα μας εντάσσεται κάθε φορά στην ομάδα εκείνη που έχει τα λιγότερα οφέλη», λέει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Ζαφείρηςκαθηγητής Δημογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και μέλος του ΙΔΕΜ. Η τάση αυτή επιδεινώνεται τη δεκαετία που σφραγίζουν η οικονομική κρίση και τα μνημονιακά προγράμματα (2010-2019), αν και ήταν παρούσα και στα χρόνια της οικονομικής μεγέθυνσης. Ενώ την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα το ηλικιακό όφελος στο προσδόκιμο στην Ελλάδα είναι 1,5 έτος, στη δεκαετία της κρίσης πέφτει στο 1,1 έτος, το χαμηλότερο μεταξύ της Ευρωζώνης.

Ουραγοί της Ευρωζώνης. Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα το ηλικιακό όφελος στο προσδόκιμο στην Ελλάδα είναι 1,5 έτος. Στη δεκαετία της κρίσης πέφτει στο 1,1 – το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την περίοδο της πανδημίας και μετά. «Η πρόσφατη πανδημία σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. προκάλεσε μια υπερβάλλουσα θνησιμότητα, ήτοι μια αύξηση των θανάτων υψηλότερη από την αναμενόμενη, που επηρεαζόταν και από παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού. Με βάση το προτυποποιημένο λόγω της πανδημίας ποσοστό θνησιμότητας, έναν δείκτη που αφαιρεί άλλους παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού, η Ελλάδα –με 8 επιπλέον θανάτους ανά 10.000 άτομα– είχε την υψηλότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα από τις 15 χώρες-μέλη του αρχικού πυρήνα της Ε.Ε. Παράλληλα όμως ήταν πολύ χαμηλότερη από όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – μέλη της Eνωσης», λέει στην «Κ» ο Βύρων Κοτζαμάνηςκαθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος του ΙΔΕΜ.

Την περίοδο της πανδημίας λόγω της υπερβάλλουσας θνησιμότητας τα προσδόκιμα ζωής μειώθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες για να ανακάμψουν το 2023, όπου ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι αυξημένος σε σχέση με το 2019 κατά 0,4 έτη στους άνδρες και 0,2 έτη στις γυναίκες, αναφέρει το ΙΔΕΜ. «Η ανάκαμψη όμως αυτή δεν ήταν ενιαία για όλες τις χώρες. Η Ελλάδα δυστυχώς είναι μεταξύ των 7 χωρών (από τις 26) που το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες παρέμεινε μειωμένο και το 2023 σε σχέση με το 2019 (απώλεια 0,2 έτους), ενώ στις γυναίκες επανήλθε στο επίπεδο του 2019, όταν 18 χώρες είχαν αύξηση. Ανησυχητική είναι η σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής μετά τα 65 έτη στην Ελλάδα κατά 0,5 έτος στους άνδρες το 2023. Δηλαδή και στην περίοδο μετά την πανδημία βλέπουμε καθήλωση ή και μείωση του προσδόκιμου ζωής», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.

Οι δύο μάστιγες

Ποιες αιτίες ανιχνεύουν οι επιστήμονες για τη διαφοροποιημένη πορεία της Ελλάδας; «Η πιο αργή σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αύξηση των κερδών σε έτη ζωής οφείλεται κυρίως στη λιγότερο –σε σχέση με αυτές τις χώρες– αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες. Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες, κυρίως την ελλιπή διάγνωση – πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων, του συστήματος υγείας στην Ελλάδα», τονίζει ο κ. Ζαφείρης.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, οι συνολικές δαπάνες υγείας κινούνται στο 8,6% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι περίπου 11%. Ταυτόχρονα, οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία είναι στο 62%, οι χαμηλότερες στην Ε.Ε., ενώ το μερίδιο των άμεσων πληρωμών για περίθαλψη είναι 33%, το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε.

«Στη χώρα μας κατά τη χρονική περίοδο από το 1980 έως το 1995 το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά μέσον όρο 2,5 μήνες/έτος στους άνδρες και 3 μήνες/έτος στις γυναίκες. Την περίοδο από το 1995 έως το 2017 καταγράφεται μια επιβράδυνσή του, καθώς αυξήθηκε μόλις κατά 2 και 1,6 μήνες/έτος αντίστοιχα. Ο ρόλος του συστήματος υγείας είναι καθοριστικός στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης», υπογραμμίζει ο κ. Κοτζαμάνης.

Αλλαξαν το κλίμα, η διατροφή, ο τρόπος ζωής

«Οι Ελληνες από το 1991 μέχρι πρόσφατα κέρδισαν ορισμένα παραπάνω χρόνια ζωής (3,5 έτη), αλλά οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες μάς προσπέρασαν γιατί στο διάστημα αυτό κέρδισαν περισσότερα χρόνια. Τα δε χρόνια που κέρδισαν οι Ελληνες προέκυψαν πρωτίστως από τη σημαντική μείωση της βρεφικής θνησιμότητας που ήταν σχετικά υψηλή στη χώρα μας (26,8/1.000 γεννήσεις το 1970, 6,4 το 1997 και 3,5 το 2023) και δευτερευόντως από τη μείωση της θνησιμότητας των ενηλίκων», λέει στην «Κ» ο Γιάννης Τούνταςομότιμος καθηγητής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ).

«Η εξαιρετική θέση που κατείχε το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων πριν από λίγες δεκαετίες δεν οφείλεται βέβαια στην επάρκεια του συστήματος υγείας, που ήταν και παραμένει προβληματικό, αλλά στη συμβολή άλλων παραγόντων που επιδρούν θετικά στην υγεία. Αντίθετα από ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, η υγεία μας εξαρτάται μόνο κατά 30% από τις παρεχόμενες ιατρικές υπηρεσίες, κατά 20% από βιολογικούς/γενετικούς παράγοντες και κατά 50% από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από το περιβάλλον», σημειώνει από την πλευρά του ο κ. Τούντας.

Οι αδυναμίες του ΕΣΥ. «Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες, κυρίως την ελλιπή διάγνωση – πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων, του συστήματος υγείας στην Ελλάδα».

«Οι Ελληνες το 1990 ζούσαν σε μια χώρα με εξαιρετικό κλίμα, απολάμβαναν την καλύτερη διατροφή στον κόσμο, την περίφημη μεσογειακή διατροφή, πολλοί ζούσαν σε αγροτικές περιοχές ασχολούμενοι με χειρωνακτικές εργασίες, ενώ ισχυροί κοινωνικοί θεσμοί, όπως η οικογένεια, η γειτονιά, η εκκλησία κ.ά., προστάτευαν τη σωματική και την ψυχική υγεία τους.

Τα τελευταία όμως 30 χρόνια οι Ελληνες εγκατέλειψαν τη μεσογειακή διατροφή κατά 50%, έγιναν πρωταθλητές στο κάπνισμα (περίπου το 30% των ενηλίκων), υπέστησαν τις αρνητικές επιδράσεις της αστικοποίησης στην υγεία (ατμοσφαιρική ρύπανση, στρες, καθιστική εργασία), γυμνάζονταν ή ασκούνταν λιγότερο από τους υπόλοιπους Δυτικοευρωπαίους (ένας στους τέσσερις ενηλίκους), και είμαστε πλέον, ενήλικοι και παιδιά, από τους πλέον παχύσαρκους στην Ευρώπη (το 60% των ατόμων άνω των 15 ετών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι). Οι δε προαναφερθέντες κοινωνικοί θεσμοί, κυρίως της οικογένειας σε ό,τι αφορά τους ηλικιωμένους, αποδυναμώθηκαν σε σημαντικό βαθμό», αναφέρει ο διευθυντής του ΙΚΠΙ. «Αντίθετα, οι κάτοικοι των άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών στο διάστημα αυτό υιοθέτησαν πιο υγιεινή διατροφή, μείωσαν σημαντικά το κάπνισμα, γυμνάζονταν ή ασκούνταν συστηματικά, έκαναν τις πόλεις τους πιο βιώσιμες και ισχυροποίησαν τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ετσι κέρδισαν περισσότερα χρόνια ζωής από εμάς», καταλήγει.

Την κοινωνική διάσταση φέρνει στο προσκήνιο ο Αλέξης Μπένοςομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής ΑΠΘ και διευθυντής του Κέντρου Ερευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία. «Η επιβράδυνση της ανόδου του προσδόκιμου ζωής είναι συνέπεια της μεγάλης υποβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών ανισοτήτων. Για παράδειγμα, η αύξηση της θνησιμότητας την περίοδο της πανδημίας ήταν αισθητά μεγαλύτερη μεταξύ των εργαζομένων που δεν έκαναν τηλεργασία και των πιο φτωχών στρωμάτων που ήταν και πολύ πιο εκτεθειμένα στον κορωνοϊό. Οπωσδήποτε όμως το σύστημα υγείας γίνεται ολοένα και πιο απόμακρο για τα εργαζόμενα στρώματα, ενώ η αναπτυσσόμενη ιδιωτικοποίησή του εμποδίζει την πρόσβαση στους φτωχούς», λέει στην «Κ» ο κ. Μπένος.

Στους παράγοντες που φρενάρουν την αύξηση του προσδόκιμου ζωής αναφέρει επίσης «τη συνολική επιδείνωση των όρων ζωής, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την εντατικοποίηση της εργασίας και το στρες. Ιδιαίτερη σημασία έχει η απομάκρυνση από την πολύτιμη μεσογειακή διατροφή. Οι παλαιότερες γενιές την είχαν συνδέσει με μια έννοια στέρησης. Eτσι όταν μπόρεσαν τις προηγούμενες δεκαετίες στράφηκαν σε μια μεγάλη κατανάλωση κρέατος. Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται η κατανάλωση τυποποιημένων προϊόντων της βιομηχανίας τροφίμων, που επιβαρύνουν την υγεία μας», καταλήγει ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ.

Πηγή: kathimerini

Διαφήμιση
Ακολουθήστε το Daynight.gr σε Google News, Facebook και Instagram.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο Daynight.gr
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση vikos
Διαφήμιση vision

ΔΗΜΟΦΙΛΗ