Βρειτε μας στα Social Media

Ρέθυμνο

Μιχάλης Λεμπιδάκης: «Ήταν κακοποιοί , αλλά όχι δολοφόνοι»

Δημοσιεύτηκε

στις

Διαφήμιση
Διαφήμιση

– Ο ηρακλειώτης επιχειρηματίας μίλησε για την καλή σχέση του με τον ξυλουργό, τον αγρότη και τον ιδιοκτήτη της μάντρας
– Δεν φοβήθηκε για τη ζωή του, είπε στο δικαστήριο
– Χαιρέτισε τους δύο «φύλακες» του όταν έφευγε από το βήμα

 

Της Αγγελικής Καλλέργη

Ψύχραιμος, χαμογελαστός, χωρίς άγχος απέναντι στους ανθρώπους που του στέρησαν για έξι μήνες την ελευθερία του εμφανίστηκε χθες ο ηρακλειώτης επιχειρηματίας, Μιχάλης Λεμπιδάκης κατά την κατάθεση του στο Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης. Για περισσότερες από πέντε ώρες κατέθετε, με δύο μικρά διαλείμματα και παρά το γεγονός ότι πολλές φορές τον ρώτησε η έδρα αν κουράστηκε, ο ίδιος έλεγε πως είναι καλά. Δεν δίστασε αρκετές φορές να κοιτάξει κατάματα τους απαγωγείς του, άλλωστε χαιρέτισε κάποιους από αυτούς, ενώ δεν έλειψε ούτε στιγμή το χαμόγελο από το πρόσωπο του. Έτσι, ουσιαστικά δικαιολογείται και η δήλωση του στο τέλος της χθεσινής ημέρας ότι «δεν αισθάνομαι μίσος. Αισθάνομαι λύπη για αυτούς τους ανθρώπους που έπραξαν αυτό που έπραξαν και θα πρέπει τώρα να περάσουν κάποια χρόνια, όσοι κριθούν ένοχοι, στη φυλακή. Λυπάμαι για αυτούς και τις οικογένειες τους, όμως η Δικαιοσύνη είναι η ασπίδα της κοινωνίας και είναι υποχρεωμένη χωρίς συναισθηματισμούς να κρίνει και να επιβάλλει το νομό».
Κατά τη διάρκεια της πολύωρης κατάθεσης του, μίλησε για την προσωπική σχέση με τους απαγωγείς και μάλιστα είπε πως δεν φοβόταν για τη ζωή του, γιατί θεωρούσε ότι «μπορεί να ήταν κακοποιοί, δεν ήταν όμως δολοφόνοι».
Περιέγραψε με λεπτομέρειες τους έξι μήνες, αλλά προσπάθησε να μείνει στα πραγματικά περιστατικά και να μην κάνει κρίσεις και εικασίες, όπως είπε πολλές φορές, με αποτέλεσμα να είναι αρκετά επιεικής. Ο κ. Λεμπιδάκης δεν έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, όμως η πρόεδρος του δικαστηρίου τόνισε με νόημα ότι δικαιοσύνη πρέπει να αποδοθεί και σε κάποια στιγμή του είπε πως «μπορείτε να μας βοηθήσετε, αλλά δεν θέλετε».
Το δικαστήριο ολοκλήρωσε τη χθεσινή διαδικασία στις 3 το μεσημέρι και διέκοψε για τις 19 Δεκεμβρίου με τους υπόλοιπους μάρτυρες.
Να θυμίσουμε ότι στο εδώλιο κάθονται 12 άτομα, 8 εκ των οποίων είναι προφυλακισμένα και τέσσερα ελεύθερα με περιοριστικούς όρους.
Κατηγορούνται για διακεκριμένη περίπτωση αρπαγής κατά συναυτουργία με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντος ή άλλου σε πράξη για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση, για απόπειρα εκβίασης από κοινού, για συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση (οι 10) και για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης (οι 2), για διακεκριμένη περίπτωση οπλοφορίας πολεμικού τυφεκίου, καθώς και για διακεκριμένη περίπτωση κατοχής πολεμικού τυφεκίου. Όλες οι παραπάνω πράξεις είναι κακουργηματικού χαρακτήρα.

Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Περιέγραψε τα πάντα, ξεκινώντας από την στιγμή της απαγωγής. Αναφέρθηκε στο ταξίδι στη Γερμανία, από το οποίο επέστρεψε το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου του 2017, λέγοντας πως δεν γνώριζαν πολλοί άνθρωποι ακριβή στοιχεία πτήσεων και είπε για τη στιγμή, που φεύγοντας από το εργοστάσιο – μετά την άφιξη του στο Ηράκλειο – έπεσε θύμα απαγωγής. «Πήρα το αυτοκίνητο μου, λίγο μετά τις 3 και περίπου χίλια μέτρα πριν από το σπίτι μου, είδα ένα αυτοκίνητο από την απέναντι πλευρά να έρχεται. Με τράκαρε και μετά πήγε απέναντι. Ήταν ένα αγροτικό, αν και αρχικά θυμόμουν πως ήταν κλούβα. Μιλούσα στο κινητό με έναν φίλο μου στην Γαλλία και του είπα ότι τον κλείνω γιατί κάποιος με τράκαρε. Πίστευα ότι πρέπει να κατέβω για να δούμε για ασφάλειες και λοιπά. Όμως, είδα έναν σωματώδη άντρα με βαριοπούλα, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά και με στολή παραλλαγής, να σπάει το τζάμι από την πλευρά του οδηγού και να μου λέει “κατέβα”. Μετά εμφανίστηκε και ένας ψηλός με καλάσνικοφ. Μου φόρεσαν μία κουκούλα και τα δύο άτομα με έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο. Με ρώτησαν αν είμαι τσιπαρισμένος. Σε καμιά ταινία του Σταλόνε θα το είχαν δει. Μου είπαν “μη φοβάσαι, κανείς δεν θα πάθει τίποτα”. Δύο άτομα ήταν μπροστά και άλλοι δύο πίσω, δίπλα μου».

ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ
Ανέφερε ακόμα πως μετά από 10 λεπτά διαδρομής, οι απαγωγείς του τον μετέφεραν σε δεύτερο αυτοκίνητο, όντας ο ίδιος συνεχώς με κλειστά τα μάτια και με χειροπέδες. Εκτίμησε, αν και δεν ήταν βέβαιος, ότι στο δεύτερο όχημα ήταν δύο διαφορετικά άτομα, που τον μετέφεραν στο πρώτο κρησφύγετο. Είπε, δε, πως οι απαγωγείς μιλούσαν χαμηλόφωνα, πιθανόν για να μην μπορεί να καταλάβει τη χροιά της φωνής τους.
Στο πρώτο σπίτι – κρησφύγετο έφτασαν, αφού πέρασαν δρόμο με άσφαλτο, αλλά και αγροτικό, και παρέμεινε, όπως είπε, για μισή περίπου ώρα στο ισόγειο και άκουγε στον πάνω όροφο ένα τρυπάνι, που πιθανότατα ήταν εκείνο που χρησιμοποίησαν οι απαγωγείς για να βάλουν την αλυσίδα στον τοίχο, με την οποία τον έδεσαν. Αφού τον μετέφεραν στο δωμάτιο, όπου παρέμεινε από εκείνη την ημέρα ως τις 8-10 Μαΐου, έβγαλε τα ρούχα του, «τον εξέτασαν αν είναι τσιπαρισμένος» και του έδωσαν άλλα ρούχα να βάλει. «Μου έδειξαν μία χειροβομβίδα, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά τους γιατί φορούσαν κουκούλα και γυαλιά ηλίου όλη την ημέρα, ακόμα και το βράδυ. Μου είπαν πως το σπίτι είναι καλωδιωμένο και να μην προσπαθήσω να φύγω. Μου έδωσαν ένα τηλεκοντρόλ και μπορούσα να δω στην τηλεόραση ό,τι θέλω».
Όσο για τις συνθήκες κράτησης του, «με έδεσαν στον τοίχο με μία πολύ χοντρή αλυσίδα περίπου ένα μέτρο, στο χέρι, ήταν ένα δωμάτιο 3χ3 περίπου και τα παράθυρα ήταν έντεχνα καλυμμένα με λινάτσα και δεν μπορούσα να δω κάτι που να μπορώ να ταυτοποιήσω που είναι το δωμάτιο». Ο ίδιος είπε στους δικαστές πως οι συνθήκες διαμονής του ήταν καλές, πράγμα που προξένησε έκπληξη στους εφέτες δεδομένου ότι ήταν δεμένος στον τοίχο από το χέρι, έκανε μπάνιο συνολικά τέσσερις φορές στις 186 μέρες της ομηρείας του, και μάλιστα τη μία φορά σε σκάφη και όντας δεμένος, άλλαξε ρούχα μόλις τρεις φορές, έτρωγε μόνο πρωινό και μεσημεριανό από τα χέρια των απαγωγέων και έχασε συνολικά 17 κιλά…
Στο πρώτο σπίτι, όπως και στα υπόλοιπα, ένας «φροντιστής» πάντα. Σε αυτό το κρησφύγετο εναλλάχθηκαν έξι – μέχρι τις 8 ως 10 Μαΐου -, με καθέναν από αυτούς να παραμένει 4-5 μέρες και μετά κάποιος άλλος να τον αντικαθιστά.
Πως περνούσε τον καιρό του; Είχε ζητήσει και του είχαν φέρει βιβλία, μεταξύ αυτών και το «23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο». «Ξυπνούσα το πρωί, διάβαζα και προσπαθούσα με σκέψεις, διάβασμα και τηλεόραση να περάσει η μέρα. Κάποιες φορές μου έφερναν και εφημερίδες. Μου είχαν φέρει και τράπουλα, που ήταν η πιο στενή μου συντροφιά», είπε.
Όσο για το φαγητό, «ήταν καλό», είπε, «πότε κρέας, ψάρι, ζυμαρικά, ρύζι. Ήταν καλομαγειρεμένο».
Η ψυχραιμία της περιγραφής των όσων έζησε προκάλεσε εντύπωση στους δικαστές με την πρόεδρο να αναρωτιέται εάν φοβόταν. «Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που υπάρχει, όμως προσπαθούσα να το βγάλω από μέσα μου», είπε ο κ. Λεμπιδάκης.
Στο πρώτο κρησφύγετο ήρθε σε επαφή με τον ρεθυμνιώτη ξυλουργό και πρώην μέλος του ΣΑΟΡ, ο οποίος ήταν εκεί και τον φυλούσε, όπως και ο δεύτερος ρεθυμνιώτης 47χρονος από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια, τους οποίους ανέφερε πολλές φορές αφού ήταν βασικοί «πρωταγωνιστές» της ομηρείας τους και βρίσκονται μεταξύ των κατηγορουμένων. Αναφέρθηκε επίσης αρκετές φορές σε άλλους με τους οποίους «συναναστράφηκε» χωρίς λεπτομέρειες, όμως, αφού δεν βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

ΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ
«Στα μέσα Απριλίου μου έδωσαν μία συγκεκριμένη ερώτηση και έγραψα ένα σημείωμα με όσα μου είπαν και μου είπαν να το βάλω με προσοχή σε σακούλα, με καλά πλυμένα χέρια», είπε για την πρώτη επικοινωνία με την οικογένεια του, που οι απαγωγείς τον «έκαναν» συμμέτοχο. Ακολούθησαν και άλλες, με επιστολή, αλλά και με δύο βίντεο, που εστάλησαν στην οικογένεια του.
Η πρώτη επιστολή εστάλη από το πρώτο σπίτι, ενώ λίγες μέρες αργότερα, νύχτα, τον τράβηξαν βίντεο – πάντα οι φρουροί το έκαναν αυτό – όπου απευθυνόταν προς την οικογένεια του καθ’ υπόδειξη των απαγωγέων.

ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ ΚΑΙ Η …ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 100 ΕΚ.
Γύρω στις 8-10 Μαΐου ένα βράδυ μεταφέρθηκε στο δεύτερο κρησφύγετο του, όπου δεν βρίσκονταν, όπως είπε ο ξυλουργός και ο αγρότης. Έκαναν, είπε, διαδρομή μίας ώρας περίπου. Το σπίτι ήταν διώροφο, για μια μέρα έμεινε στο ισόγειο και τη δεύτερη μέρα μεταφέρθηκε στον 2ο όροφο. Μέσα στο δωμάτιο είχαν τοποθετήσει μία μεγάλη κουρτίνα. Δεν ήρθε σε επαφή με κανέναν από τους «φύλακες» του.
Εκεί έμαθε για πρώτη φορά από μία εφημερίδα που του είχαν φέρει πως η απαίτηση των απαγωγέων προς την οικογένεια του ήταν λύτρα 100 εκ. ευρώ! «Τους είπα ότι το ποσό ήταν εξωφρενικό και ότι δεν υπάρχει, έλεγαν όμως πως είχαν εσωτερικές πληροφορίες», είπε ο κ. Λεμπιδάκης.

ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΕΣ
Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης υπήρξε ιδιαίτερα ευγενικός στην περιγραφή των προσωπικών σχέσεων του με τους φύλακες ή «φροντιστές» του, όπως τους έλεγε. Μάλιστα, ειδικά για τον 47χρονο αγρότη, ο οποίος βρέθηκε σε τέσσερα κρησφύγετα είπε πως «σε κάποιες δύσκολες στιγμές μου, ήρθε και μου κράτησε το χέρι για να με παρηγορήσει», ενώ για τον ξυλουργό υποστήριξε πως είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους σχέση οικειότητας. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε επαφή με τον κ. Λεμπιδάκη στο πρώτο κρησφύγετο και μετά στο τελευταίο, στην μάντρα στη Ζουρίδα, όπου εντοπίστηκε ο επιχειρηματίας. Είπε πως «παίξαμε ξερή τρεις φορές και μάλιστα με κέρδισε», ενώ του ζήτησε να τον αφήσει να φύγει «και κανείς δεν θα μάθει τίποτα». Τον πρώην ακτιβιστή τον αποκαλούσε, όπως είπε, «Ευγένιο» λόγω της συμπεριφοράς του απέναντι του. Στο τελευταίο κρησφύγετο τον είδε μετά από το πρώτο σπίτι, είπε ο κ. Λεμπιδάκης, και τόνισε πως «για μένα ήταν ευχάριστο που ήρθε», ενώ ερωτηθείς από τους συνηγόρους υπεράσπισης για την περιβόητη επιστολή που έστειλε ο κατηγορούμενος στη διάρκεια του περασμένου καλοκαιριού από την φυλακή στον επιχειρηματία, απευθυνόμενος στο συναίσθημα του Μιχ. Λεμπιδάκη, επιβεβαίωσε πως όντως όταν τον είδε «χάρηκε», όχι όμως ότι τον αγκάλιασε και τον φίλησε ή ότι κάτι άλλο. Επιβεβαίωσε πως υπήρχε σχέση οικειότητας, όμως, και ότι αν τον απελευθέρωναν, του είχε πει εκείνος να τον πάει στο σπίτι του. Πάντως, δεν θεωρούσε ότι είχε αρκετή «εξουσία» για να φροντίσει να τελειώνει η απαγωγή…
Για τον 47χρονο αγρότη είπε πως τον αποκαλούσε «παππού», εκτιμώντας πως είναι αρκετά μεγαλύτερος από την ηλικία του λόγω του σωματότυπου και του τρόπου περπατήματος του, ενώ για τον ίδιο είπε πως πάντα τηρούσε το «πρωτόκολλο» εμφάνισης με την στολή παραλλαγής και την κουκούλα με τα γυαλιά ηλίου. Είπε, δε, πως …σε μία δύσκολη στιγμή για τον επιχειρηματία, ο φροντιστής του πήγε και του κράτησε το χέρι…
«Ήταν φανερό ότι το έκαναν από ανάγκη για τα χρήματα», είπε σε μία άλλη αποστροφή του λόγου του ο επιχειρηματίας με την πρόεδρο να αναρωτιέται: «Κι όποιοι έχουν ανάγκη κάνουν απαγωγές»;
Σε ό,τι αφορά τον ιδιοκτήτη της μάντρας, όπου εντοπίστηκε ο Μιχάλης Λεμπιδάκης, ο επιχειρηματίας είπε πως στην πρώτη τους επαφή ο κατηγορούμενος κάθισε σε μία καρέκλα πίσω από την πόρτα του δωματίου, όπου κρατούνταν. «Μου είπε ότι δεν είναι μέλος της ομάδας, ότι τον εκβίαζαν και ότι είχε κάτι στο παρελθόν του, που θα τον ντρόπιαζε. Ελπίζω να το αποκαλύψει στην απολογία του», είπε ο κ. Λεμπιδάκης. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το ίδιο είχε αναφέρει σε συμπληρωματική του κατάθεση ο ιδιοκτήτης της μάντρας στη διάρκεια της κύριας ανάκρισης.
Επιβεβαίωσε ότι ο ιδιοκτήτης του τελευταίου κρησφύγετου του πρότεινε να κάνει τον άρρωστο για να αναγκάσει τα «ηγετικά στελέχη» να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, όμως δεν το δέχθηκε, όπως είπε ο Μιχάλης Λεμπιδάκης, φοβούμενος ότι υπήρχε «περιμετρική φρούρηση», όπως του είχαν πει. Αξίζει, δε, να σημειώσουμε ότι αυτή η συζήτηση έγινε στις 30 Σεπτεμβρίου, δηλαδή 2 μέρες πριν την επιχείρηση και πως ο κ. Λεμπιδάκης ανέφερε πως δεν μπόρεσε ο ιδιοκτήτης της μάντρας να κάνει κάτι, ίσως γιατί έξω υπήρχαν αστυνομικοί και πιθανόν να τους είχε αντιληφθεί ο κατηγορούμενος.
Ο κ. Λεμπιδάκης αποκάλυψε ακόμα πως σε μία συζήτηση «ξέφυγε» στον ιδιοκτήτη το πραγματικό του όνομα.
Όσο για το όταν ρωτήθηκε για τους λόγους που ο ίδιος θεωρεί ότι δεν λάμβαναν τα χρήματα που τους έδινε η οικογένεια – πολύ λιγότερα βέβαια από την αρχική τους απαίτηση -, ο κ. Λεμπιδάκης το απέδωσε στην απληστία.
Μεταξύ των ανθρώπων, που είχαν επαφές μαζί του, αναφέρθηκε και σε έναν «φύλακα» του, τον οποίο αποκαλούσε «φιλόσοφο». Ήταν ο προτελευταίος φύλακας, για τον οποίο ρωτήθηκε αν μπορούσε να είναι ο 39χρονος που είναι κατηγορούμενος. Μάλιστα, σηκώθηκε για να μιλήσει και να δει ο επιχειρηματίας τον σωματότυπο του, όμως ο κ. Λεμπιδάκης δεν θέλησε να κάνει κρίση, λέγοντας πως πάρα πολλοί μπορούν να έχουν τον ίδιο σωματότυπο και πως δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη φωνή.
«Ταχυδρόμους» αποκαλούσε εκείνους που φρόντιζαν να φέρνουν φαγητό καθημερινά.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε ό,τι αφορά τον μεσίτη, ο κ. Λεμπιδάκης είπε πως δεν τον θυμάται σε κάποια φάση της απαγωγής και δεν μπόρεσε να εκτιμήσει αν ήταν μεταξύ εκείνων που έκαναν την απαγωγή στις 23 Μαρτίου.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης του ιδιοκτήτη νυχτερινής επιχείρησης και του κτηνοτρόφου από τα Σφακιά, που δεν έχουν αποδεχθεί τις κατηγορίες τους, δεν έκαναν καμία ερώτηση προς τον κ. Λεμπιδάκη και την χθεσινή μέρα δεν υπήρξε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτούς. Δεν αναφέρθηκαν χθες ούτε οι 4 κατηγορούμενοι, που δεν είναι προφυλακισμένοι και μεταξύ αυτών, ένας κατηγορείται ως εγκέφαλος.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ
Στο δεύτερο σπίτι ήταν όταν για πρώτη φορά κάποιος από τους συμμετέχοντες τον ενημέρωσε (όντας πίσω από την κουρτίνα) για την πορεία της διαπραγμάτευσης. «Μου είπε ότι η οικογένεια μου είναι υπό τον πλήρη έλεγχο της αστυνομίας και ότι η διαπραγμάτευση δεν προχωράει. Ήξερα ότι τα χρήματα ήταν πολλά και ότι εχθρός μας ήταν ο χρόνος».
Η πρόεδρος της έδρας ρώτησε τον κ. Λεμπιδάκη αν θεωρούσε πως αν οι απαγωγείς έπαιρναν τα χρήματα θα τον άφηναν χωρίς να του κάνουν κακό. Και ο ίδιος εκτίμησε πως έτσι θα γινόταν, γιατί «μπορεί να ήταν κακοποιοί, αλλά δεν ήταν δολοφόνοι»… «Ναι, αλλά άντεξαν να σας στερήσουν την ελευθερία για έξι μήνες, να σας κρατούν δεμένο και να σας αφήνουν να κάνετε μπάνιο σε σκάφη», αντέτεινε η πρόεδρος.
Όσο για το αν μπορεί να εκτιμήσει ποια ήταν η ηγετική ομάδα της οργάνωσης, ο ίδιος δεν απάντησε, λέγοντας πως δεν γνωρίζει και δεν θέλει να κάνει εικασίες. Είπε πως οι «φροντιστές» αναφέρονταν στον «μεγάλο αρχηγό» χωρίς να του λένε περισσότερα πράγματα και πως όλοι εκτελούσαν εντολές επειδή είχαν ανάγκη τα χρήματα…

ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ
Στα τέλη Μαΐου ο ηρακλειώτης επιχειρηματίας μεταφέρθηκε στο τρίτο κρησφύγετο, σε ένα ορεινό μαντρί «αρκετά καλοφτιαγμένο». Εκτίμησε πως ήταν κοντά σε εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, γιατί παραμονές της γιορτής άκουσε καμπάνες και πυροβολισμούς στον αέρα. Ούτε αυτό το κρησφύγετο είναι γνωστό στις αρχές, όπως και όλα τα προηγούμενα. Εκεί παρέμεινε μέχρι 8-10 Ιουνίου και στη συνέχεια και πάλι με αυτοκίνητο και νύχτα μεταφέρθηκε στο τέταρτο σπίτι.
«Για λόγους ασφαλείας μου είπαν ότι άλλαζα συνεχώς σπίτι. Προφανώς ήταν το πρωτόκολλο ασφαλείας», είπε ο επιχειρηματίας. Το σπίτι ήταν διώροφο, έμεινε στον δεύτερο όροφο και στο δωμάτιο υπήρχε μία κουρτίνα, πίσω από την οποία του μιλούσαν και του έδιναν το φαγητό, περνώντας το χαμηλά στο πάτωμα. «Πάντα στο διπλανό δωμάτιο ήταν κάποιος άνθρωπος κι αν ήθελα κάτι, τους φώναζα. Μου άλλαξαν αλυσίδα, ήταν πιο λεπτή και πιο υποφερτή και μου την πέρασαν στο πόδι», είπε, «κι έφτανα μέχρι την πόρτα και έπαιρνα το φαγητό». Εκτίμησε πως οι απαγωγείς σε αυτό το σπίτι, λόγω του ότι ήταν πλέον καλοκαίρι και η ζέστη πολλή, δεν φορούσαν κουκούλες και γι΄ αυτό δεν έρχονταν σε επαφή μαζί του εκτός πίσω από την κουρτίνα.
Εκεί παρέμεινε ως τις 6 Αυγούστου, από όπου αναχώρησε «άρον – άρον γιατί πληροφορήθηκα ότι έγινε επιχείρηση με 80 αυτοκίνητα και 200 αστυνομικούς».
Μεταφέρθηκε σε ένα χώρο, όπου υπήρχαν πολλοί ψύλλοι και δεν είχε ρεύμα και λόγω των ψύλλων αναγκάστηκαν οι απαγωγείς να τον μεταφέρουν σε νέο κρησφύγετο.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ
Αυτός ο νέος ήταν και ο τελευταίος χώρος, στη μάντρα μεταχειρισμένων ανταλλακτικών αυτοκινήτων στην Ζουρίδα, εκεί όπου εντοπίστηκε στις 2 Οκτωβρίου του 2017 ο Μιχάλης Λεμπιδάκης μετά την μεγάλη αστυνομική επιχείρηση.
«Εκεί έκανα μόνος μου μπάνιο σε μπανιέρα. Ανέβηκα στον χώρο όπου παρέμεινα από τις 10 Αυγούστου ως τις 2 Οκτωβρίου. Εκεί εναλλάχθηκαν δύο άτομα στην φύλαξη.
Ο πρώτος ήταν από την περίοδο 11 Αυγούστου ως μέσα Σεπτεμβρίου και ήταν περίπου 30 ετών, όπου μπορούσα να αντιληφθώ. Μιλούσαμε, μου έλεγε ότι δεν το ήθελε αυτό που έκανε, αλλά ότι ήταν υποχρεωμένος. Δεν έμπαινα σε συζήτηση για τα οικογενειακά του, γιατί προτιμούσα να μην ξέρω».
Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο φύλακας και ήταν ο 38χρονος Θεσσαλονικιός, ο οποίος συνελήφθη την ημέρα της επιχείρησης και είναι μεταξύ των κατηγορουμένων.
Είπε, δε, πως εκείνος ήταν κοντά του στις 2 Αυγούστου όταν τα ξημερώματα άκουσε φωνές μέσα στον χώρο. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν η αστυνομία. Πίστευα ότι ήταν άλλη φατρία της οργάνωσης (έτσι αποκαλούσε τις ομάδες των απαγωγέων), αλλά άκουσα “αστυνομία, πέσε κάτω”…». Και σε αυτό το σημείο ο κ. Λεμπιδάκης χαμογέλασε με νόημα.

Ο ΑΒ ΚΑΙ Ο ΑΚΗΣ
Οι άνθρωποι που ήρθε σε επαφή ο επιχειρηματίας και είχαν αναλάβει να διεκπεραιώνουν τη διαδικασία των «μηνυμάτων» προς την οικογένεια ήταν δύο: ο λεγόμενος «ΑΒ» και ο «Άκης».
Ο ΑΒ εμφανίστηκε στον απαχθέντα τρεις φορές, τον Μάιο, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, όσες και ο «Άκης», που βρέθηκε και στο τελευταίο κρησφύγετο. «Πάντα μιλούσαν ψιθυριστά», είπε και απέφυγε να εκτιμήσει ποιοι μπορεί να ήταν αυτοί, κάνοντας εικασίες.
Ενημερώθηκε ξανά για την στάσιμη διαπραγμάτευση «επειδή έλεγαν οι απαγωγείς πως η οικογένεια ελέγχεται από την αστυνομία».
«Γνωρίζω ότι η πρώτη απαίτηση του Αυγούστου ήταν 30 εκ. ευρώ, γιατί εμένα έβαλαν να το γράψω σε μήνυμα. Μετά ήταν 18 εκ. Έλεγα και ξανάλεγα ότι δεν υπάρχει αυτό το ποσό, αλλά αυτοί έλεγαν ότι είχαν εσωτερική πληροφόρηση. Λόγια του αέρα», είπε.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο επιχειρηματίας ανέφερε ότι ο ιδιοκτήτης της μάντρας τον ενημέρωσε στις 30 Σεπτεμβρίου ότι ο «Άκης» αποχώρησε εκείνη την μέρα από την υπόθεση όταν πια διαπίστωσε ότι η διαπραγμάτευση δεν έβγαζε αποτέλεσμα.

«ΜΟΥ ΕΦΕΡΑΝ ΧΑΠΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΑ ΤΗΝ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΜΟΥ»
Ο επιχειρηματίας ρωτήθηκε και για τα χάπια, που είχε καταθέσει και μετά την απελευθέρωση του ότι του είχαν δώσει. Επρόκειτο για Xanax, τα οποία είπε ότι ο ίδιος δεν ζήτησε, αλλά του τα έφεραν από την αρχή σχετικά της απαγωγής και του είπαν να κρίνει αν θέλει ο ίδιος να τα πάρει. «Τα χάπια με βοήθησαν να κρατήσω τη νοηματική μου κατάσταση και έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διατήρηση της πνευματικής και ψυχολογικής ισορροπίας και συγκρότησης», είπε και πρόσθεσε πως στο τελευταίο κρησφύγετο ο ιδιοκτήτης της μάντρας φρόντισε να του φέρει διαφορετικά, αλλά ίδιας λογικής χάπια, επειδή είχε ενημερωθεί πως τα πρώτα δεν πρέπει να υπερβαίνουν τους τέσσερις μήνες της λήψης!

ΤΑ ΟΠΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Η ΩΡΑ…
Μία ιδιαίτερη αναφορά που προκάλεσε εντύπωση στους δικαστές ήταν η αναφορά του κ. Λεμπιδάκη στα όπλα, που ζήτησε σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις από τους φύλακες να του δώσουν για να περιεργαστεί και να περάσει η ώρα, όπως είπε χαρακτηριστικά. «Ήταν πολλές οι ώρες και κάπως έπρεπε να περάσουν», είπε και υποστήριξε ότι τα όπλα, όταν του τα έδωσαν δεν είχαν σφαίρες. Η έδρα αναρωτήθηκε ποιοι απαγωγείς δίνουν τα όπλα τους στον απαχθέντα απλά για να τα δει.

Πηγή: goodnet.gr

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Ακολουθήστε το Daynight.gr σε Google News, Facebook και Instagram.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο Daynight.gr
Διαφήμιση
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση ammos
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση ammos
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση vision

ΔΗΜΟΦΙΛΗ