ΚΡΉΤΗ
Από την “Κακή Κρήτη” στην Αληθινή Κρήτη: 11 άνθρωποι λένε τις Ιστορίες τους και γκρεμίζουν τα στερεότυπα!
Η Κρήτη πέρα από τα στερεότυπα, είναι γεμάτη με δημιουργικούς ανθρώπους που έχουν πείσμα και όρεξη για προκοπή. Ανθρώπους που σέβονται τις παραδόσεις της και ζουν στο σήμερα, μακριά από παρερμηνείες των αξιών του παρελθόντος.
Κακώς εννοούμενες «παραδόσεις». Λέξεις νοήματα φέρουσες. Σε πολλές των περιπτώσεων νοήματα «κακοποιημένα». «Στην Κρήτη τα έθιμα είναι μετρημένα, οι άνθρωποι με τις πράξεις τους δείχνουν κάποιες φορές να το ξεχνούν και να το παρερμηνεύουν. Μέτρο, πειθαρχία και ταπεινότητα», αναφέρει ο Αντώνης Μαρτσάκης.
Για να συμπληρώσει η Βίκη Αρβελάκη: «υπάρχει ένα “λανσάρισμα” των παλιών ιδεών και συνηθειών που οι σύγχρονοι Κρητικοί στην πραγματικότητα τις αγνοούν παντελώς, κατά συνέπεια τις φαντάζονται, τις παραφράζουν και τις υιοθετούν κατά το δοκούν. Έτσι η ανάγκη κάποιων να συνεχίσουν την ταυτότητα τους ως αγέρωχοι Κρητικοί γίνεται παρωδία και γραφικότητα».
Νόμισμα με δύο όψεις ο κάθε τόπος.
Δραματική αύξηση των καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας στην Κρήτη με πάνω από 127 περιστατικά τον μήνα.
Αιματηρό επεισόδιο με πυροβολισμούς στις Μαλάδες ζωντανεύει τη βεντέτα των οικογενειών Ξυδάκη και Κοκολογιάννη.
Επί 4 ώρες μεθυσμένος και με αντιψυχωσικά ο 45χρονος που σκότωσε ένα 22χρονο παιδί. Οι αστυνομικοί δεν συνέλαβαν τον επιχειρηματία με τη διαδικασία του αυτόφωρου, παρά το γεγονός ότι με το αλκοτέστ βρέθηκε να είναι υπό την επήρεια μέθης.
Η μητέρα και ο σύντροφός της κακοποίησαν βάναυσα τον 3χρονο Άγγελο. Το παιδί δεν κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή λόγω των βαρύτατων τραυμάτων του.
Δεν είναι αυτή η Κρήτη!
Δεν ψάχνουμε τις «απαντήσεις» στα κακώς κείμενα. Τις ιστορίες των ανθρώπων θέλουμε να αναδείξουμε. Εκείνες τις ιστορίες που έχουν πίσω τους μια στάση ζωής και μια κουλτούρα που σέβεται το παρελθόν χωρίς να το παραγνωρίζει.
Εκείνες τις ιστορίες που έρχονται να υπενθυμίσουν ότι είναι άδικο -και άτοπο- η Κρήτη να στιγματίζεται από συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές.
Φωτεινές φωνές και πορείες ζωής, ως ηθικό «αντίβαρο» στην απηνή -ουκ ολίγες φορές- πραγματικότητα.
Μαριλένα Μηλαθιανάκη, Διευθύντρια του Μουσείου Καζαντζάκη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο πατέρας της, δεμένος με τη γη, μιλούσε στ΄ αμπέλια και στις ελιές του με την ίδια τρυφεράδα που μιλούσε και στην οικογένειά του. Η μητέρα της αγαπούσε τα γράμματα και τα ταξίδια.
Οι δύο αυτοί άνθρωποι έμαθαν στα παιδιά τους να αγαπούν τη κρητική γη, να μην φοβούνται τη δουλειά, να μην κάνουν κάτι να τους ντροπιάσουν, ν’ αγναντεύουν τον κόσμο από ψηλά και να ονειρεύονται.
Η Μαριλένα Μηλαθιανάκη, Διευθύντρια του Μουσείου Καζαντζάκη, κρατά σαν φυλαχτό όσα οι γονείς της θέλησαν να της μεταδώσουν, έχοντας πάντα την Κρήτη στην καρδιά της.
«Στα λίγα χρόνια των σπουδών μου στην Αθήνα στο Παιδαγωγικό τμήμα, η Κρήτη θέριεψε μέσα μου και εκείνη με τράβηξε πίσω στις ρίζες μου, στους ανθρώπους μου, στον τόπο μου, τον οποίο υπηρέτησα σε όλη μου τη ζωή», αναφέρει στο ΒΗΜΑ.
Η πιο έντονη παιδική της ανάμνηση μάς γυρίζει σε κάποιες οικογενειακές Κυριακές. «Οι γονείς μου μας πήγαιναν στο λιμάνι να δούμε τα καράβια που έφευγαν και τα ακολουθούσαμε μέχρι τον μόλο όπου έστριβαν και χάνονταν στο πέλαγος και ύστερα στο αεροδρόμιο να δούμε τα αεροπλάνα που χάνονταν στον ουρανό. Κι έτσι έμαθα πως ο κόσμος είναι πιο μεγάλος από το μικρό μου χωριουδάκι. Αγάπησα τα ταξίδια κι έκαμα όσα μπόρεσα κι ακόμη προσπαθώ».
«Αυτή είναι η Κρήτη μας. Απρόβλεπτη, κιμπάρισσα, ανοιχτοχέρα, περήφανη και αυστηρή».
Η Μαριλένα ήταν και παραμένει συνδεδεμένη με τον τόπο της. «Με τον Γιούχτα, το ανθρωπόμορφο βουνό που σαν βγεις στην κορυφή του αγναντεύεις τον Ψηλορείτη και τα Λασιθιώτικα βουνά, το κρητικό πέλαγος, το κάστρο του Νικηφόρου Φωκά, τον καταπράσινο κάμπο και τις πολύχρωμες Αρχάνες».
Μοιραία, η κουβέντα μας επιστρέφει ξανά και ξανά στον Καζαντζάκη. Τι σημαίνει για εκείνη το Μουσείο Καζαντζάκη; «Το Μουσείο Καζαντζάκη είναι για μένα το δώρο που μου δόθηκε να υπηρετήσω και κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ έχω μόνο μια έγνοια. Μην κάνω κάτι που να ντροπιάσω τον Νίκο Καζαντζάκη και την Κρήτη μας», αναφέρει αρχικά.
Και συμπληρώνει: «Πρόκειται για τον θεματοφύλακα του έργου του συγγραφέα, το πνευματικό του σπίτι. Δεν είναι μόνο ο χώρος που φυλάσσονται 50.000 τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του, τα οποία με μεγάλο σεβασμό και επιστημοσύνη η ομάδα του Μουσείου συντηρεί, μελετά και αναδεικνύει.
Είναι μια ανοιχτή αγκαλιά για τους μαθητές που το επισκέπτονται καθημερινά και μαθαίνουν μέσα από προγράμματα για τον συγγραφέα, τον ταξιδευτή, τον διανοούμενο, τον άνθρωπο Νίκο Καζαντζάκη. Είναι μια αγκαλιά και για τα άτομα με αναπηρία καθώς είναι καθολικά προσβάσιμο και συμπεριληπτικό. Είναι πράσινο και φιλικό προς το περιβάλλον, απόλυτα προσανατολισμένο στον αγώνα ενάντια στην κλιματική κρίση.
Είναι ακόμη ψηφιακό και τεχνολογικά αναβαθμισμένο. Είναι τέλος ένας πυλώνας Πολιτισμού για την τοπική κοινότητα παράγοντας πολιτιστικά γεγονότα διεθνούς πλέον εμβέλειας».
Μετρά πλέον 42 χρόνια ζωής από την ίδρυση του από τον σπουδαίο σκηνογράφο Γιώργο Ανεμογιάννη και βαδίζει από την πρώτη στιγμή έναν Ανήφορο. «Οι λέξεις αγώνας, αντοχή και ποιότητα είναι αυτές που χαρακτηρίζουν το Μουσείο μας, μα και η κρητική λέξη κορφές.
Και έχει κατακτήσει πολλές με υψηλότερη την αναγνώριση του από το Υπουργείο Πολιτισμού ως το πρώτο αναγνωρισμένο Μουσείο στην Κρήτη. Σε αυτόν τον Ανήφορο έχω την τιμή να συνοδοιπορώ με την εκλεκτή ομάδα του Μουσείου και είμαι πραγματικά περήφανη και ευγνώμων».
Αν συναντούσε έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τίποτα για το νησί της. Πώς θα το περιέγραφε; Ποια χρώματα θα έβαζε στην αφήγησή της; Με ποιες μυρωδιές θα την «έντυνε»; «Θα ‘λεγα καζαντζακικά πως η Κρήτη δεν είναι νησί, μα ένα θεριό που κείτεται στο πέλαγος. Είναι που εμείς οι κρητικοί δεν νιώθουμε νησιώτες.
Πόσο νησιώτης να νιώθει ο Ανωγειανός στα ριζά του Ψηλορείτη, ο Καπετανιανός που το χωριό του είναι μια αετοφωλιά στην κορφή των Αστερουσίων ορέων, ο Μεσσαρίτης που θέλει μέρες να διασχίσει τον κάμπο του.
Η Κρήτη μυρίζει φασκομηλιά, έρωντα και θυμάρι κι απ’ άκρη σ’ άκρη είναι γεμάτη χρώματα. Στα δυτικά καταπράσινη και στα ανατολικά με τα χρώματα της άνυδρης γης.
Ανεβαίνεις τα Αστερούσια και δεν βλέπεις ούτε πράσινο φύλλο και μόλις φτάσεις στην κορφή και αρχίζεις να κατηφορίζεις προς το Λιβυκό σε περιμένει ένα κατάφυτο πευκόδασος με τα πεύκα λυγισμένα από τον άνεμο και τα κλαδιά τους απλωμένα να αγκαλιάσουν το πέλαγος. Αυτή είναι η Κρήτη μας. Απρόβλεπτη, κιμπάρισσα, ανοιχτοχέρα, περήφανη και αυστηρή».
Ευαγγελία Ορφανουδάκη, παιδαγωγός και αφηγήτρια
Photo Credits: Γεώργιος Καβουτσιώτης
«Προτρέπω: Πάρτε θυμάρι, ρίγανη, βασιλικό, αποξηραμένα ή φρέσκα, και θρουλίστε τα στις παλάμες σας • έχετε μια πρώτη ανάσα «ανοιχτωσάς» του κρητικού και γλυκύτητας. Πάρτε και χώμα, μα να σκάψετε βαθιά με τα νύχια, να φαγωθούνε, να’ ναι μαλακό και βρεγμενο • να νιώσετε τους κόπους των παλαιϊνών.
Κι εγώ μαζί σας. Το ‘κανα μικρή, να δω αν γίνεται, γιατί η γιαγιά μου η Βαγγελιά μού ‘λεγε πως δεν κόβανε, λέει, τα νύχια τους παλιά. Φαγωνόντουσαν απ’ τα χωράφια. Και μιας και λέμε για χωράφια, πάρτε και κλαδέψτε και μαζέψτε ντομάτες. Καρότσι, πολλές.
Δείτε μυρωδιές και πώς πρασινίζουν τα χέρια ίσαμε πάνω, τον αγκώνα. Στα θερμοκήπια μεγάλωσα, του πατέρα μου• ντομάτες ξέρω, ντομάτες μαρτυρώ. Τι άλλο; Πάρτε και ξύλο φρεσκοκομμένο, μυρωδιά μαραγκάδικου και θάλασσα- προσωπικές αναμνήσεις.
Κι από χρώματα, να μην γίνω γραφική, μα το κόκκινο θα πω: του πάθους. Υπάρχει πάθος στους Κρητικούς και τις Κρητικές σ’ ό,τι κάνουμε. Γενικολογώ, μα το νιώθω».
Έτσι θα περιέγραφε τη δική της Κρήτη η Ευαγγελία Ορφανουδάκη. Φύση καλλιτεχνική. Μια σύγχρονη «παραμυθού», όπως η ίδια με περηφάνεια λέει, κάνοντας τις πρώτες απαραίτητες συστάσεις. Παιδαγωγός και στην πορεία αφηγήτρια, η Ευαγγελία ξέρει να μπλέκει στα λόγια της τα τωρινά κάτι από τις αφηγήσεις των παλιών.
Γέννημα θρέμμα Κρητικιά, με μάνα Αρχανιώτισσα και πατέρα Μαριανό. «Ως τα πέντε μου, στις Αρχάνες Ηρακλείου και, μετά από διαδοχικές μετακομίσεις, στου Μαριού Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Δύο διαφορετικοί κόσμοι για τα πρώτα μου χρόνια, της δεκαετίας του ’90 και την εφηβεία μου αργότερα.
Τα μερακλίκια τα πήρα από τα ρεθεμνιώτικα, τον «κοσμοπολιτισμό» από τα αρχανιώτικα. Αστειεύομαι, μα έχει και μια δόση αλήθειας η κουβέντα αυτή», εξολογείται στο ΒΗΜΑ.
Για αλλού ξεκίνησε όμως τα σχέδια πήραν τροπή διαφορετική. Χορεύτρια ή ηθοποιό φανταζόταν τον εαυτό της, αλλά πού περιθώριο για τέτοια διεκδίκηση στα 18; Φυλάει ένα γαλαντόμο «Δεν πειράζει όμως. Σε καλό μού βγήκε. Έγινα παραμυθού, αφηγήτρια. Κάτι που συνδυάζει την εκπαίδευση και την κίνηση και το θέατρο – όλα σχεδόν.
Μάλλον από μικρή είχα «την πετριά», που λέμε. Τη λόξα, δηλαδή. Έλεγε πολλά το γλωσσαράκι μου. Γλωσσού με έλεγαν στο σχολείο. Θα πω μόνο πως όταν ειπα στον πατέρα μου για την πρώτη αφηγηματική παράσταση των Πλουμιστών Παραμυθιών, κι ότι ξεκινώ να λέω παραμύθια, αυτός απάντησε: «Ίντα ‘σύ τα λες απ’ όταν εγεννήθηκες». Χαμογελώ όταν το θυμάμαι».
«Μα, τά’ φερε η ζωή έτσι που ερωτεύτηκα Μοχιανό, κι είπα, υπάρχουν και τέτοιοι μερακλήδες; Χωρίς κούπες και μπαλωθιές;»
Με κόκκινη κλωστή δεμένη, όμοια με αυτή που υφαίνει τα παραμύθια, η ζωή της Ευαγγελίας συνδέθηκε με τον τόπο της. Με τους δρόμους εκείνους τους γνώριμους που ακόμα κι αν χαθείς κάπου θα σε καταλήξουν.
«Οι δρόμοι της Κρήτης». Αυτή είναι η απάντηση στην ερώτηση: ποιος είναι ο τόπος/σημείο στην Κρήτη με τον οποίο είσαι πιο πολύ συναισθηματικά δεμένη. «Με το σαραβαλάκι μου πάντα. Κι έχει κάνει, το καημένο, πολλά χιλιόμετρα, με πανιά και πιθάρια φορτωμένο, για τα Παραμύθια μου.
Έχουν μια δόση παραμυθιακής πορείας οι μεγάλες αποστάσεις – πολλά μπορεί να τύχουν, «δοκιμασίες». Το απολαμβάνω πολύ όμως. Σκέφτομαι, κι αν χαθώ, στην Κρήτη παραμένω, κάπου θα βγω. Κι έχω χαθεί πολλές φορές, δεν τα πάω καλά με το GPS».
Για λίγο το άφησε το νησί της, εκεί κοντά στην «πρώτη νιότη με εφηβική «επανάσταση» για την Αθήνα. Με πρόφαση τις σπουδές». Οι δρόμοι την οδήγησαν ξανά στη γεννέτειρά της. Με μάτια ανοιχτά και μυαλό καθάριο, ξέρει ότι το νησί έχει και τα δύσκολά του.
«Καλή η Κρήτη, μα έχει και τα στραβά της. Κρουβόμουνα, έπρεπε να πάρω αέρα. Έλεγα πως δεν θα ξανακατέβω. Μόνο ως τουρίστρια. Μα, τά’ φερε η ζωή έτσι που ερωτεύτηκα Μοχιανό, κι είπα, υπάρχουν και τέτοιοι μερακλήδες; Χωρίς κούπες και μπαλωθιές;
Με αφορμή τον Αλέκο γνώρισα και μιαν άλλη Κρήτη, την ανατολική• πιο γλυκείς ανθρώποι, άλλη η αίσθηση της κοινότητας. Κι έτσι, επαναπατρίστηκα στα 21 μου με τον αρραβώνα».
Δεν τη μετάνιωσε την επανασύνδεση με τις ρίζες της, με τις αναμνήσεις τις. Οι δυνατότερες; «Να μου κάνει σημάδι ο πατέρας μου με τα μάθια πάνω στον χορό, στην παραγγελιά του, να βγω μπροστά. Στην ομπρός μερά, να χορέψω. Όλο το τραπέζι σηκωμένο σε γλέντι, γάμο, βάφτιση. Οι συγγενείς. Αυτό το σιωπηλό σημάδι ήταν μια κίνηση που με βαστά ακόμα.
Ή, για να μην αδικήσω και τη μάνα μου, τα γράμματα που μου «έστελνε» κάτω από την πόρτα του δωματίου μου – μόνιμα κλειδωμένη. Έτσι, αλληλογραφούσαμε μέσα στο σπίτι. Υπάλληλος στα ΕΛΤΑ η μάνα μου.
Ή, ακόμα να πω και τις γιαγιάδες μου, παπούδες δεν πρόλαβα, να θυμάμαι δηλαδή. Η μία, η Αρχανιώτισσα μού τραγουδούσε κι έμαθα να πλέκω βελονάκι για χατήρι της ή προς ανάμνησή της. Είχε Πάρκινσον κι έτρεμε, μα προσπαθούσε να μου μάθει. Τα κοσμηματάκια που φτιάχνω τώρα, της τα αφιερώνω. Μακαρία της.
Και η άλλη μου, η συνονόματη, η μάνα του πατέρα μου: να μου ιστοράται παλιές ιστορίες και συνέχεια να τη ρωτώ και να γελά να μου λέει: «Οι ιστορίες, οι σκοποί και τα πολλά τραγούδια, εκάνανε το Ευουλιώ να κουτουλά τα βούγια!» Με πείραζε, με αυτοσαρκασμό. Να τα αφήσω αυτά τα παλαιϊνά, να διαβάζω. Δεν τ’ άφησα, γιαγιά, και διαβάζω κιόλας και σού θυμούμαι».
Βίκη Αρβελάκη, σκηνοθέτις και παραγωγός ντοκιμαντέρ
Photo Credits: Μανώλης Παπαδάκης
«Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει πολλά στοιχεία που κάνουν την Κρήτη αξιοθαύμαστη. Είναι νομίζω η αίσθηση της πληρότητας που νιώθει κανείς σε αυτό το νησί, είτε γνωρίζει είτε όχι την ιστορία, την αρχαιολογία, τη λογοτεχνία, τη μουσική και τις γεύσεις της.
Πώς να πεις με λόγια αυτό που νιώθεις κοιτώντας από το λιμάνι των Χανίων τα Λευκά Όρη, με τα εκατοντάδες χωριά από τα Σφακιά ως το Σέλινο και από την Κυδωνία ως το Ρέθυμνο. Πώς να περιγράψεις με λόγια το μοναδικό τοπίο που συναντάς στο οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη, όταν κάθε μέρα αυτό αλλάζει.
Πώς να μιλήσεις για τη δωρικότητα των κατοίκων των Σφακίων και του Σελίνου και τη γλυκύτητα των ανθρώπων στο Αμάρι και στη Σητεία. Όλα αυτά δημιουργούν κύκλους ανάμεσα σε εμάς και εκείνα που συναντάμε.
Οι κύκλοι μοιάζουν όμοιοι, μα τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, τίποτα δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, ακόμα και από φαμίλια σε φαμίλια, η ελάχιστη διαφορά είναι η απόλυτη ταυτότητα, κάτι που ίσως μόνο εκεί θα βρεις και ίσως πουθενά αλλού.
Στη Γερμανία ήμασταν όλοι Κρητικοί και αδέρφια, μα εδώ είμαστε από το χωριό μας. Καμία αξία δεν μπορεί να χωρέσει σε μια λέξη. Οι εμπειρίες που βιώνουμε παρατηρώντας την ιδιαιτερότητα των Κρητικών, την φαινομενική ομοιότητα τους μα και την τόση διαφορετικότητά που τους διακρίνει, σχηματίζουν μέσα μας τις αξίες που υιοθετούμε που αγαπάμε».
Για τη Βίκη Αρβελάκη η αξία των ιστοριών είναι θησαυρός πολύτιμος. Ένας θησαυρός που διατρέχει τις γενιές και φτιάχνει εκείνους τους κύκλους που κλείνουν μέσα τους το ιστορικό παρελθόν και το βιωμένο σήμερα.
Η Βίκυ Αρβελάκη, σκηνοθέτις και παραγωγός ντοκιμαντέρ, αφηγείται ιστορίες για την Κρήτη και από την Κρήτη. «Η Τελευταία Προσευχή: Το χρονικό δυο εκτελέσεων στη σκιά του Ψηλορείτη» είναι η πιο πρόσφατη δουλειά της, παρέα με την Κατερίνα Μπικάκη.
Στο σημείωμα του ντοκιμαντέρ, διαβάζει κανείς: «Η παιδεία ενός λαού είναι η επαφή των νέων ανθρώπων με την ιστορική μνήμη. Αυτή η ταινία επιχειρεί να δημιουργήσει προσθετική μνήμη: μια συλλογική μνήμη αναμνήσεων που, ενώ δεν βιώσαμε στην πραγματικότητα, εντάσσουμε στο δυναμικό των βιωμάτων μας».
«Δεν είναι χθεσινή η άποψη πως κάνουμε την ανάγκη μας ιστορία. Οι κοινωνίες, δημιουργούν τις μνήμες τους με βάση τις ανάγκες τους, άλλωστε. Η εμπειρία μας όταν προσπαθούμε να καταγράψομε ένα ιστορικό συμβάν ή ακόμα και μία ιστορική περίοδο, μας οδηγεί στο εξής συμπέρασμα:
Οι άνθρωποι και οι οικογένειες που συνεισέφεραν τα μέγιστα σε δύσκολες ιστορικά περιόδους, διατηρούν χαμηλό προφίλ μιάς και δεν τους διακατέχει ή παραμικρή αγωνία να επιδείξουν κάτι ή να κρύψουν την πιθανή απουσία τους από τα δρώμενα της εποχής που ερευνούμε. Αυτό που τότε έπραξαν, το αντιμετωπίζουν ως απολύτως φυσιολογικό και αυτονόητο.
Αντίθετα οι άνθρωποι ή οι κοινωνίες που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν επέδειξαν την οφειλόμενη δραστηριότητα, στο βαθμό που θα έπρεπε ή απουσίαζαν ή απείχαν παντελώς από σημαντικά ιστορικά γεγονότα του τόπου, διακατέχονται από αγωνία να καλύψουν το τότε ιστορικό κενό και ρέπουν στη μυθοπλασία», αναφέρει στο ΒΗΜΑ.
«Υπάρχει ένα “λανσάρισμα” των παλιών ιδεών και συνηθειών που οι σύγχρονοι Κρητικοί στην πραγματικότητα τις αγνοούν παντελώς, κατά συνέπεια τις φαντάζονται, τις παραφράζουν και τις υιοθετούν κατά το δοκούν».
Μεγάλωσε τη δεκαετία του ’80 στη Γερμανία, ως παιδί μεταναστών, έχοντας την Κρήτη στο σπίτι της με διάφορους τρόπους. Τη δεκαετία του `90, η οικογένεια επέστρεψε στην αγαπημένη Κρήτη, μετά από υπόσχεση του πατέρα της ότι θα γυρίσουν στην πατρίδα. «Το κυριακάτικο γιουβέτσι, οι κρητικοπούλες αντί για barbie κούκλες, οι ελληνικές γιορτές στο γερμανικό – κατά τα άλλα – σχολείο.
Τα τραγούδια του Μουντάκη και του Ξυλούρη που ακουγόταν πάντα στο σπίτι μας, χωρίς τότε να μπορώ να καταλάβω γιατί οι δικοί μου αναστέναζαν. Τα ψηλά βουνά της Κρήτης και ο καθαρός αέρας της γίνονταν κι αυτά αισθητά μέσα από τους γονείς μας, τους συγγενείς και τους άλλους Κρητικούς γύρω μας, μιας και ήταν πάντα ανοιχτοχέρηδες, περήφανοι και ψηλότεροι από το μπόι τους.
Υποθέτω πως δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες γενικά προκόβουν στο εξωτερικό. Κουβαλούν τον αέρα, τον ουρανό, τη θάλασσα και τα βουνά μαζί τους, όπου και αν πάνε», αφηγείται η Βίκη Αρβελάκη, γυρνώντας πίσω στις αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων.
Εικόνες όμορφες. Εικόνες εξιδανίκευσης; Τα ενήλικα μάτια της Βίκης δεν επιλέγουν αυτό το πρίσμα, αναγνωρίζοντας πως οι βαθιές σκοτεινές χαράδρες δεν μπορούν παρά να βρίσκονται ανάμεσα σε ψηλά βουνά. «Υπάρχουν πολλές συμπεριφορές που οι “Κρητίκαροι” δικαιολογούν με τους υποτιθέμενους παλιούς κώδικες της Κρήτης.
Οι παππούδες μας είχαν τα όπλα κρυμμένα και τα χρησιμοποίησαν για να υπερασπιστούν τα χώματά τους. Για τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, σήμερα, τα όπλα είναι μέσο επίδειξης και ανταγωνισμού – για αυτό και οι μπαλωτιές στον αέρα. Δεν ξέρω αν οι παππούδες μας θα καταλάβαιναν αυτούς τους σημερινούς κώδικες. Ούτε νομίζω θα καταλάβαιναν τον λόγο που η γυναίκα σήμερα δεν κάθεται στο τραπέζι μαζί με τους μουσαφίρηδες του σπιτιού της, κάτι που σήμερα συμβαίνει ως παράδοση, υποτίθεται.
Οι πρόγονοί μας ήταν ένα με τη φύση, ήξεραν τα κατατόπια, διάβαζαν το φεγγάρι και τα αστέρια, προέβλεπαν τον καιρό και είχαν έντονη διαίσθηση. Γνώριζαν από απόσταση, ένα ένα τα πρόβατά τους, ποιο πονά και ποιο ετοιμάζεται να γεννήσει. Σήμερα αυτή η σχέση δεν υπάρχει πια.
Υπάρχει ένα “λανσάρισμα” των παλιών ιδεών και συνηθειών που οι σύγχρονοι Κρητικοί στην πραγματικότητα τις αγνοούν παντελώς, κατά συνέπεια τις φαντάζονται, τις παραφράζουν και τις υιοθετούν κατά το δοκούν.
Έτσι η ανάγκη κάποιων να συνεχίσουν την ταυτότητα τους ως αγέρωχοι Κρητικοί γίνεται παρωδία και γραφικότητα και μας κάνει να αισθανόμαστε ντροπή. Τέτοια παράφραση γίνεται με το φαγητό, τη μουσική, τον χορό, το ποτό, το ένδυμα και τη συμπεριφορά.
Στην παλαιά Κρήτη, ήταν ντροπή να μεθύσεις. Σήμερα, με το υποτιθέμενο έθιμο της κούπας, δημιουργούνται δύο ομάδες -αυτοί που έμειναν ξεμέθυστοι και οι μεθυσμένοι. Λες και όλοι βιάζονται να χαλάσουν ένα γλέντι.
Στην προσπάθεια μιας νέας πρωτοτυπίας, κακοποιείται συχνά η ομορφιά του παρελθόντος. Όμως ο παλιός Κρητικός και η παλιά Κρητικοπούλα ευτυχώς υπάρχει ακόμα, ανεξαρτήτως δυναμικής, είναι οι άνθρωποι που σέβονται ό,τι υπάρχει γύρω τους, συνδυάζουν την οξυδέρκεια με την ποίηση, είναι άκαμπτοι εκεί που πρέπει μα και ευλύγιστοι όπως οι κορμοί των δέντρων στην καταιγίδα. Ξέρουν πότε είναι καιρός για το κάθε τι, μα δεν ξέρουν πως κατέχουν αυτές τις χάρες», λέει με ειλικρίνεια.
Αντώνης Μαρτσάκης, τραγουδιστής και μουσικός
Για τον Αντώνη Μαρτσάκη η διάσωση της παράδοσης είναι υψίστης σημασίας. Η αυθεντική αναβίωση των παραδοσιακών ήχων της Κρήτης ξεκίνησε ως αγάπη και κατέληξε έργο ζωής. Της ζωής του.
Στο σπίτι στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε με τους γονείς και τα τρία αδέρφια του, η Κρήτη ήταν πανταχού παρούσα. Στις συζητήσεις, στις αναμνήσεις, στις ιστορίες, στους σκοπούς, στα πιάτα. Σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο πήγαιναν και σε μια κρητική εκδήλωση.
Στην οικογένεια δεν υπήρχαν άλλοι μουσικοί, μα ο Αντώνης θυμάται τον παππού του να τραγουδά με μια φωνή καθάρια και να συνοδεύει τα όργανα. Μουσική και χορός. Ξεκίνησε να μαθαίνει κρητικούς χορούς στον σύλλογο Κρητών Πειραιώς «Η ομόνοια».
Σε ηλικία 8 ετών έπιασε στα χέρια του το βιολί. «Τότε ήταν λίγο παραγκωνισμένο το βιολί», αναφέρει στο ΒΗΜΑ και συνεχίζει «στην περιοχή από όπου κατάγομαι, την Κίσσαμο, το βιολί είναι το παραδοσιακό μας όργανο και έχουμε ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα για αυτό ξεκίνησα με αυτό. Τα περισσότερα ακούσματα μου ήταν με βιολί». Από δύο μηνών ο πατέρας του τον κατεβάζει στο νησί.
Γιορτές και καλοκαίρια, το χωριό Χαρχαλιανά Κισσάμου και το σπίτι της γιαγιάς και του παππού, γίνονται η κιβωτός του. Κι όταν πια αυτοί έφυγαν από τη ζωή, ο Αντώνης συνέχιζε αδιάλειπτα το δρομολόγιο Πειραιάς-Κρήτη και πίσω.
«Για οκτώ περίπου χρόνια έπαιρνα το καράβι κάθε Παρασκευή και κατέβαινα κάτω και Δευτέρα πρωί επέστρεφα στην Αθήνα. Βίωσα όλη τη ζωή εδώ του χωριού. Έζησα ό,τι μπορεί να ζήσει ένα παιδάκι, πέρα από την παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά και όλες τις καθημερινές ασχολίες που είχαν εδώ οι χωριανοί: από τα κτήματα και τα ζώα, μέχρι τον θερισμό και το μάζεμα των ελιών. Αποτύπωνα αυτές τις εικόνες κι όσο μεγάλωνα άρχισα να βλέπω ότι με ενδιαφέρει όλο αυτό.
Το 2005 και ενώ δούλευα σε μια τράπεζα στην Αθήνα, ζήτησα μετάθεση. Δεν γινόταν. Παραιτήθηκα και μετακόμισα μόνιμα στην Κρήτη. Στο χωριό που πήγαινα ως παιδί και στο οποίο μένω ακόμα και σήμερα, 20 χρόνια μετά».
Την Κρήτη λαχταρούσε, εκείνη αποζητούσε. Από τα 15 του άρχισε να παίζει επαγγελματικά σε γάμους και γλέντια. Όταν κατάλαβε ότι μπορεί να ζήσει αποκλειστικά από αυτό, μάζεψε τα πράγματά του και γύρισε στα Χαρχαλιανά. Με πείσμα και με μελέτη κατάφερε να εισχωρήσει και στους άλλους νομούς και στα χωριά, σεβόμενος τη μουσική του κάθε τόπου, μετρώντας πια 30 χρόνια πορείας.
«Σκέφτομαι τη ζωή μου σαν ένα γλέντι, το οποίο έχει μόνο ευχάριστες στιγμές. Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους. Έχω γυρίσει την Κρήτη τόσες φορές που πια αναγνωρίζω πρόσωπα σε όποια περιοχή κι αν βρεθώ. Μπορώ να πω ότι ξέρω, σχεδόν, κάθε χωριό της Κρήτης.
Φανταστείτε ότι πριν σαράντα χρόνια το να πάει κάποιος στο Ηράκλειο από την Κίσσαμο ήταν επίτευγμα, ήταν λες και πήγαινε στην Αμερική. Αυτό με ευχαριστεί πάρα πολύ, διότι από παιδί ήθελα να ζω στην Κρήτη. Προσπαθώ να γνωρίσω την Κρήτη σε όλες τις μορφές, προσπαθώ να γνωρίζω τους ανθρώπους της. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα χωριά τα οποία έχουν γράψει ιστορία.
Εκτός από τη δική μου επαρχία, μου αρέσει η επαρχία Σφακίων, τα Ανώγεια, η Σητεία. Μου αρέσουν τα χωριά που έχουν πολιτισμό και τον συνεχίζουν. Θεωρώ ότι μου δίνουν κι εμένα μια παραπάνω δύναμη να συνεχίσω αυτό που κάνω».
«Η λεβεντιά του Κρητικού δεν κρίνεται ούτε από το αν πίνει πολύ, ούτε από το αν παίζει μπαλωθιές».
Μεγάλη αγάπη του Αντώνη, τα ριζίτικα. «Από έφηβος ξεκίνησα, παρόλο που στην αρχή ο καλός μου φίλος που ήμασταν μαζί σε όλα τα γλέντια μού τραγουδούσε συνέχεια, τον βαριόμουν. Μια φορά όμως πήγαμε σε μια γιορτή στην οποία είπαν κάμποσα ριζίτικα και έτσι ντράπηκα που δεν ήξερα να ακολουθήσω. Όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, είπα στον φίλο μου ‘’τραγούδα εσύ, να μαθαίνω εγώ’’.
Μόλις ξεκίνησα να τα μαθαίνω, ένιωσα αυτόν τον θησαυρό που κρύβουν, την ψυχική ηρεμία και τη δύναμη. Δηλαδή πραγματικά νιώθω ελεύθερος. Νιώθω σαν να είμαι στη Μαδάρα πάνω και να μην με ελέγχει κανείς, να είμαι μόνος μου, να μπορεί η ψυχή μου και το μυαλό μου να κάνουν ό,τι θέλουν. Βέβαια, οι κανόνες στα ριζίτικα είναι διαφορετικοί. Πρέπει να έχεις πειθαρχία, πρέπει να σέβεσαι, πρέπει να ξέρεις τι να πεις. Είναι μια ιεροτελεστία.
Έχω κάνει μια μεγάλη έρευνα γύρω από το ζήτημα τραγούδι και συνεχίζω». Πειθαρχία και σεβασμό θέλουν τα ριζίτικα και είναι αυτές οι δύο λέξεις που πολλές φορές παρερμηνεύονται. Οι δύο λέξεις που νοηματοδοτούνται αυθαίρετα και συγχέονται με έννοιες όπως η λεβεντιά η οποία και βρίσκεται ιδιαιτέρως υψηλά στον αξιακό κώδικα των Κρητικών.
«Οι παλιοί λέγανε ότι ένας λεβέντης άνθρωπος πρέπει να είναι τραγουδιστής, χορευτής και να είναι και καλός σκοπευτής. Αυτά όμως βγήκαν σε άλλες εποχές, σε άλλους καιρούς. Και η “κούπα” έχει παρεξηγηθεί, έχει παρερμηνευθεί.
Παλιά έπιναν κούπες στα γλέντια, τα οποία δεν γίνονταν κάθε μέρα. Έπιναν μια ποσότητα κρασιού και δεν οδηγούσαν. Ήταν άλλες οι συνθήκες τότε. Η “κούπα” είναι έθιμο, όμως μιας άλλης εποχής. Δεν μπορούμε να τα μιμούμαστε όλα.
Όποιος θέλει να πιει κι αντέχει θα πρέπει να έχει έναν οδηγό να τον γυρίσει σπίτι του και να μην οδηγήσει. Η δουλειά μας, μάς επιτρέπει να πηγαίνουμε σε όλη την Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο και βλέπουμε ότι κακώς κείμενα υπάρχουν παντού.
Συμβαίνουν σοβαρά περιστατικά και στην Κρήτη, δεν γίνεται να μην το πούμε. Γίνονται λάθη. Μακάρι να μην υπάρχουν κι εμείς από την πλευρά μας προσπαθούμε να εκπέμπουμε κάτι διαφορετικό.
Σίγουρα όμως δεν πρέπει να παρερμηνεύουμε τη λεβεντιά του Κρητικού με τη μικρότητα των ανθρώπων. Η λεβεντιά του Κρητικού δεν κρίνεται ούτε από το αν πίνει πολύ, ούτε από το αν παίζει μπαλωθιές. Από άλλα κρίνεται κι ορίζεται.
Θεωρώ ότι καθένας με τη σεμνότητα, την πειθαρχία, την αυτοσυγκράτηση, τη χουβαρντοσύνη και τη στάση απέναντι στην οικογένειά του, αποδεικνύει στην πορεία του ποιος είναι. Ούτε να αυτοπαινευόμαστε πρέπει, ούτε να χρησιμοποιούμε των παλιών τη λεβεντιά ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Πρέπει να είσαι λεβέντης σε όλες τις ώρες της μέρας και με όλους τους ανθρώπους που συναντάς. Να είσαι μερακλής σε όλα σου. Δεν κρυβόμαστε και εμείς πίσω από το δάχτυλό μας, ούτε τα βλέπουμε όλα όμορφα όταν δεν είναι όλα όμορφα.
Υπάρχουν φορές που χάνεται το μέτρο, η πειθαρχία και η ταπεινότητα. Βέβαια, τα θετικά του νησιού και της ζωής μας είναι πολύ περισσότερα από τα αρνητικά. Δεν λέω. Και να διασκεδάζουμε και να συμμετέχουμε σε όλα όσα μας αρέσουν.
Προς Θεού, δεν είμαστε άνθρωποι ούτε να κρυφτούμε, ούτε να σταματήσουμε να γλεντάμε, ούτε να διασκεδάζουμε, ούτε τίποτα από όλα αυτά, αλλά να είναι όλα με μέτρο, σύνεση και ανθρωπιά. Λίγη προσοχή στον ενθουσιασμό μας.
Όχι, στις ακρότητες. Στην Κρήτη τα έθιμα είναι μετρημένα, οι άνθρωποι με τις πράξεις τους δείχνουν κάποιες φορές να το ξεχνούν και να το παρερμηνεύουν. Μέτρο, πειθαρχία και ταπεινότητα».
Ηλιάνα Μαλίχιν, οινοποιός
«Η σχέση μου με την Κρήτη είναι σχέση καρμική. Παρότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, πάντα ένιωθα παιδί της Κρήτης και συγκεκριμένα της Λαμπινής, του χωριού της μητέρας μου που πέρασα μέρος από τα καλοκαίρια μου.
Είχα βάλει από μικρή στόχο ζωής να φύγω από την Αθήνα που δεν μου ταίριαζε καθόλου και να μείνω στη Λαμπινή. Φυσικά και όλες μου οι κινήσεις ήταν μεθοδευμένες προς αυτή την κατεύθυνση.
Σπούδασα γεωπονική στο Ηράκλειο Κρήτης και έφυγα μόνο για 1,5 χρόνο όταν και έκανα στην Αθήνα το μεταπτυχιακό μου στην Οινολογία. Το ότι θα επέστρεφα ήταν μονόδρομος. Έτσι τα τελευταία χρόνια μένω στο χωριό μου.
Δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου μακριά από τη γη, το αμπέλι, τις ελιές, τα άγρια και συνάμα όμορφα τοπία της Κρήτης μας. Η σύνδεση ήταν μοιραία. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή να φτάνω στο Ρέθυμνο με το καράβι, να περπατώ και να νιώθω το πόδια μου να γίνονται ένα με τη γη.
Ούτε για μια στιγμή δεν έχω μετανιώσει την απόφαση που πήρα, παρότι έχω επιλέξει να μένω μόνη καθώς η οικογένεια μου μένει στην Αθήνα», εξομολογείται η οινοποιός Ηλιάνα Μαλίχιν στο ΒΗΜΑ για την πορεία που την οδήγησε να χτίσει τη ζωή της στη Λαμπινή Ρεθύμνου.
Με πείσμα, δουλειά και πίστη στο όνειρο, η Ηλιάνα κατόρθωσε να αναβιώσει το Βιδιανό (μια αυτόριζη ρεθυμνιώτικη ποικιλία αμπελιού), να στρέψει τους ντόπιους καλλιεργητές στη βιολογική αμπελουργία και να αναγεννήσει τους κατεστραμμένους από την πυρκαγιά του 2022 αμπελώνες της στις Μέλαμπες.
«Η σύνδεση με τη γη μάς διδάσκει την αγάπη, την ενσυναίσθηση, την υπομονή και την επιμονή. Όποιος επιλέγει πραγματικά να βρίσκεται κοντά στις ρίζες του και τη γη δεν μπορεί να μην έχει κατανόηση για τους ανθρώπους, δεν μπορεί να μην αγαπά, δεν μπορεί να μην έχει ελπίδα, να μην είναι δημιουργικός.
Μπορεί και αντλεί μια ανομολόγητη δύναμη για να συνεχίζει. Όταν η φιλοσοφία ζωής συνδέεται με τη ροή και την ενέργεια της φύσης, διαμορφώνεται και ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο. Έτσι, όλες αυτές οι αξίες μάς ακολουθούν σε κάθε πτυχή της ζωής μας», προσθέτει η Ηλιάνα.
Η αγάπη και ο σεβασμός των παλιών για τη γη λειτουργεί σαν διαρκής υπενθύμιση για εκείνη. «Έχω επιλέξει να ζω κρατώντας πολλά στοιχεία από την παλιά αυθεντική Κρήτη τα οποία, αναπόφευκτα, είναι προσαρμοσμένα στις τωρινές συνθήκες.
Την ανοιχτή καρδιά των Κρητικών, τη φιλοξενία, το χαμόγελο γεμάτο αγάπη που αγκαλιάζει από τον ξένο μέχρι τον δικό μας άνθρωπο. Την αντρειοσύνη, την εντιμότητα. Την παρατηρητικότητα των γηραιότερων ώστε να βγάλουν συμπεράσματα ζωής.
Την παράδοση τόσο σε επίπεδο πολιτιστικό αλλά και γαστρονομικό. Τη γεύση. Μου αρέσει η αυτονομία και αυτάρκεια που υπάρχει στο νησί. Ακόμα και να μείνεις αποκομμένος σε ένα βουνό είναι εύκολο να ζήσεις αξιοποιώντας τα προϊοντα που σου δίνει η γη».
«Έχω επιλέξει να ζω κρατώντας πολλά στοιχεία από την παλιά αυθεντική Κρήτη τα οποία, αναπόφευκτα, είναι προσαρμοσμένα στις τωρινές συνθήκες».
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Εκείνη η πλευρά που ως μπερδεμένο κουβάρι ξετυλίγεται άναρχα, κάνοντας κόμπους άλυτους. Μια άλλη πλευρά που άθελα ή ηθελημένα αλλοιώνει την κρητική ταυτότητα και τις αξίες της.
Η Ηλιάνα σχολιάζει: «Δεν μπορώ να δεχτώ ότι πλέον λεβεντιά είναι να φοράμε μαύρα ρούχα και να βγαίνουμε έτοιμοι για καβγά λειτουργώντας με ασέβεια προς τον συνάνθρωπο, ότι τιμή πάει να πει κρατάμε πιστόλι και εκφοβίζουμε ή το χρησιμοποιούμε για εντυπωσιασμό όντες μεθυσμένοι.
Είναι αδιανόητο να συγχέουμε την αρρενωπότητα και την υπόληψη με αυτούς που επιλέγουν να πίνουν «κούπες» αψηφώντας τις ολέθριες συνέπειες προς τον εαυτό τους αλλά και τους γύρω τους εφόσον αμέσως μετά θα πιάσουν το τιμόνι και θα γίνουν κινούμενος θάνατος.
Η «κούπα» παραδοσιακά δεν υπήρξε ποτέ στον πολιτισμό της Κρήτης. Οι παλιοί Κρήτες έπιναν ένα ποτήρι κρασί το πρωί για να τους κρατήσει δυνατούς να δουλέψουν στα χωράφια τους. Ήταν θερμίδες για εκείνους.
Στα γλέντια έπιναν πάντα με μέτρο ώστε να μπορούν να συνοδεύουν την παρέα στις καντάδες και να συμμετέχουν όλοι σε αυτό το γεγονός που εμπεριείχε σύνδεση με τον συγχωριανό και επικοινωνία.
Ουδέποτε στην ιστορία το ποτό και τα όπλα ήταν επιβολή ανδρισμού και αξιοσύνης. Είμαι στη δυσάρεστη θέση να πω οτι βρισκόμαστε σε μια πολύ μεγάλη σύγχυση και δυστυχώς με τις ευλογίες των αρχών και του κράτους που πολλές φορές κάνουν τα στραβά μάτια σε αυτά τα προβλήματα, για ευνόητους λόγους».
Διαβάστε την συνέχεια στο vima.gr

-
ΚΡΉΤΗ3 ημέρες πριν
Μάχη του Λούλου: Η πρώτη Νίκη των επαναστατημένων Κρητικών το 1821
-
ΚΡΉΤΗ3 ημέρες πριν
Θυμιανή Παναγία: Η «Αγία Λαύρα» της Κρήτης στην επανάσταση του 1821
-
Ρέθυμνο2 ημέρες πριν
Έφυγε από τη ζωή η Ελένη Μαραγκουδάκη – Μια σπουδαία πανεπιστημιακός και άνθρωπος του πνεύματος
-
ΕΛΛΑΔΑ3 ημέρες πριν
Ανατρίχιασαν για μία ακόμη φορά τα «Βατράχια» – Η στιγμή που τραγούδησαν τον ύμνο τους | ΒΙΝΤΕΟ