Βρειτε μας στα Social Media
Διαφήμιση vikos

ΕΛΛΑΔΑ

Δίστομο: Οι επιζήσαντες της σφαγής θυμούνται και περιγράφουν | ΦΩΤΟ

Δημοσιεύτηκε

στις

Δίστομο
Διαφήμιση
Διαφήμιση

“Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου. Εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις, να προσέχεις. Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου”. Έτσι γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο επίγραμμα για το Δίστομο, το χωριό των ηρώων και μαρτύρων, των σπαραγμένων λουλουδιών και των σφαγμένων μύρων“.

Γράφει ο Χρήστος Μπαρούνης

 Έτσι τραγουδά ο Λουκάς Τζιτζώκος στην πρώτη δίστιχη, δύστυχη στροφή ενός άσματος πένθιμου, που έγραψε ο Στάθης Σταθάς για τον ρημαγμένο τόπο του. “Το “Στάθης” το πήρε από το όνομα του 5χρονου αδερφού του τον οποίο, την ημέρα της σφαγής και έναν χρόνο πριν από τη γέννησή του ίδιου, είχε κατακρεουργήσει ένας Γερμανός. Κυνηγούσε το παιδάκι γύρω από τα βαρέλια του σπιτιού ανάμεσα σε πτώματα και το χάραζε με την ξιφολόγχη. Στο τέλος, το πυροβόλησε. Το σώμα του έπεσε πάνω σε μία χτυπημένη γιαγιά και την έκρυψε. Χάρη σε αυτό, εκείνη σώθηκε”.

Η παραπάνω αφήγηση και οτιδήποτε διαβάσετε ακολούθως, ανήκει σε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν, επέζησαν ή απλά κληρονόμησαν ζωντανές μαρτυρίες, φριχτές εικόνες και αναμνήσεις. Αφηγήσεις που σηκώνουν το μαύρο πέπλο μυστηρίου πάνω από τη λέξη “Σφαγή”, αιώνιο ερώτημα πολλών για τον χαρακτηρισμό του ολοκαυτώματος ως τέτοια, την αποφράδα εκείνη μέρα, Σάββατο απόγευμα, 10 Ιουνίου του 1944.

Τότε που οι Γερμανοί, στο πλαίσιο “εκκαθαριστικών” επιχειρήσεων και υπό τη δαμόκλειο σπάθη του τέλους της ναζιστικής κυριαρχίας που σηματοδότησε η προ τεσσάρων ημερών απόβαση στη Νορμανδία, εισέβαλαν στο Δίστομο. Όχι για να κάνουν πλιάτσικο, όχι για να βρουν κατάλυμα στα σπίτια κατοίκων, όχι για να ρωτήσουν ξανά και ξανά απειλητικά πού κρύβονται οι αντάρτες, όπως συνήθιζαν καθημερινά να κάνουν μέχρι τότε.

Η -ατυχής- θέση του χωριού μεταξύ Παρνασσού και Ελικώνα είχε μετατρέψει το Δίστομο σε “λυκοφωλιά” ανταρτών, όπως το χαρακτήριζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, που συχνά έπεφταν σε δικές τους ενέδρες. Μία τέτοια, στο διπλανό χωριό Στείρι, πότισε κι άλλο το μυαλό, τύφλωσε ακόμη περισσότερο τα μάτια, όπλισε τα ήδη αρματωμένα χέρια με κάθε τι που μπορούσε να σκοτώσει και σκότωνε χωρίς να διαχωρίζει. Το χωριό ετοιμαζόταν για το μνημόσυνο τεσσάρων παιδιών που είχαν εκτελεστεί δύο μήνες νωρίτερα στον Καρακόλιθο. Ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι σύντομα θα βυθιζόταν στο αίμα. “Όλα έγιναν μέσα σε δύο ώρες. Από τις 4 ως τις 6 το απόγευμα. Έφυγαν για να μην τους πιάσει η νύχτα και πέσουν σε νέες ενέδρες. Αν είχαν ξεκινήσει πιο νωρίς ίσως να μην υπήρχε Δίστομο σήμερα”.

Απολογισμός; 218 νεκροί και άλλοι 10 που την επόμενη μέρα προσπάθησαν να φύγουν για τα διπλανά χωριά. Μεταξύ αυτών και ανήλικα παιδιά, περισσότερα από 50, το μικρότερο 2 μηνών. Δεν συμπεριλαμβάνονται τα αγέννητα βρέφη που δεν είδαν ποτέ το φως της ζωής και σφαγιάστηκαν στην κοιλιά εγκύων γυναικών. Εξαιρέσεις; Ελάχιστες. “Κάποιοι λίγοι στρατιώτες που προφανώς δεν ήθελαν να συμμετέχουν στο έγκλημα που συντελείτο πυροβολούσαν στον αέρα μέσα ή έξω από τα σπίτια ή σκότωναν ζώα και με το αίμα τους έβαζαν σημάδι πάνω στο σπίτι για να φαίνεται ότι πέρασαν από ‘κει και τους είχαν σκοτώσει όλους”.

Ο Χρήστος Παπανικολάου, που ανέλαβε την ξενάγησή μου στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού -δεσπόζει στην είσοδο του χωριού δίπλα από το Δημαρχείο- και στο Μαυσωλείο που βλέπει το μαρτυρικό Δίστομο να απλώνεται μπροστά του δεν είχε γεννηθεί τη χρονιά εκείνη. Ως εθελοντής και αντιπρόεδρος του Μουσείου τα τελευταία 6 χρόνια ασχολείται καθημερινά με την ξενάγηση δεκάδων χιλιάδων επισκεπτών ετησίως.

Το μουσείο των θυμάτων του ναζισμού

Μεγαλώνοντας ως παιδί της επόμενης γενιάς, γιος επιζήσασας, έχοντας ακούσει, αρχειοθετήσει και διαχειριστεί αμέτρητες μαρτυρίες επιζώντων και πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί και προβάλλεται στο Μουσείο, είναι ένας κινητός τόμος των γεγονότων που στιγμάτισαν την ιστορία του Διστόμου. Ήταν και ο κατάλληλος άνθρωπος για μία αρχική αναδρομή στο χρονικό της σφαγής, προλογίζοντας την επίσκεψή μου στα σπίτια αυτών που τη βίωσαν, προετοιμάζοντας το στομάχι μου για μαρτυρίες γεμάτες πόνο, αίμα, θάνατο και τρομακτικές εικόνες.

Έτσι θα νιώσει οποιοσδήποτε επισκεφτεί το Μαυσωλείο, τον ιερό χώρο όπου φυλάσσονται τα οστά των σφαγιασθέντων, τα ονόματα των οποίων είναι χαραγμένα για να θυμίζουν στον επισκέπτη την αδιακρίτως ηλικίας και φύλου εκτέλεση αθώων ψυχών.

Το Μαυσωλείο Διστόμου

Το Μαυσωλείο Διστόμου

Κι ο κόμπος στο στομάχι γίνεται ακόμη πιο σφιχτός, όταν παρατηρήσει την τρύπα που υπάρχει σε ορισμένα κρανία, χαριστική βολή λένε οι μαρτυρίες, προδίδοντας τη βαρβαρότητα που δεν αρκέστηκε, δεν κορέστηκε στις φρικαλεότητες, τους βιασμούς και τις θηριωδίες που συντέλεσαν ένα έγκλημα πολέμου. Αυτό που, ακόμη και σήμερα, 76 χρόνια μετά, η επίσημη Γερμανία εξακολουθεί να αποκαλεί “πολεμική πράξη” μεταξύ αυτών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα οστά και τα κρανία των σφαγιασθέντων στον ιερό χώρο όπου φυλάσσονται στο Μαυσωλείο

 

Ανοιχτό νεκροταφείο…

Το τραγούδι του Στάθη Σταθά από τα ηχεία και η “Γυναίκα του Διστόμου” από την οθόνη γράφουν μαζί τον επίλογο του ημίωρου ντοκιμαντέρ που προβάλλεται στην οπτικοακουστική αίθουσα και που μόλις είχα δει, συνθέτοντας ένα μοιρολόι και συνδέοντας δύο διαφορετικές γενιές. Μία τέτοια εκπροσωπούσε ο άνθρωπος που είχα μπροστά μου, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει αυτό το μοιρολόι για να εξηγήσει πώς το πένθος έγινε τρόπος ζωής.

“Για τέσσερις μέρες το χωριό ήταν ανοιχτό νεκροταφείο. Τόσο έκαναν να θάψουν τους νεκρούς. Πτώματα παντού, όλο το χωριό μύριζε θάνατο. Όσοι είχαν διαφύγει στα γύρω χωράφια, στα μαντριά, στην παραλία, έρχονταν το βράδυ για να θάψουν τους νεκρούς τους. Αρκετούς δεν τους θάψανε στο νεκροταφείο. Τους βάζανε στις αυλές, στα σπίτια, στους κήπους, άλλους σε ομαδικούς τάφους. Για πολλά χρόνια, δεν άκουγες γέλια. Έβλεπες μόνο μαύρα. Παντού μαύρα. Από τα ρούχα των γυναικών μέχρι τις κουρτίνες και τα τζακόπανα. Μαζεύονταν και έβαφαν στα καζάνια μαύρα τα πολύχρωμα ρούχα. Ακόμη και στους γάμους μαύρα φορούσαν. Η μόνη ομαδική εκδήλωση που γινόταν ανελλιπώς και καθολικά ήταν όταν ένα κομβόι από μαυροφορεμένους ανθρώπους, με λάδια και σπίρτα στα χέρια πήγαιναν στο νεκροταφείο για να ανάψουν τα καντήλια”.

Πολλές από αυτές τις εικόνες που μου δημιούργησαν τα λόγια του κ. Παπανικολάου ήταν απλά ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, ένα φιλμ που θα έπαιζε ξανά και ξανά στις μαρτυρίες των ανθρώπων που θα συναντούσα. Αρκετό για να σφίξει τον κόμπο στο στομάχι μου αλλά και να σκληραγωγήσει τον ψυχισμό μου για όσα θα έβλεπα και θα άκουγα, όχι πίσω από μία οθόνη, όχι σε μερικές άψυχες γραμμές, αλλά από τους επιζήσαντες της σφαγής. Τους ίδιους αυτούς που χτυπήθηκαν από τη μοίρα της διαστροφής, της ανθρωποφαγίας και της ακραίας ναζιστικής ιδεολογίας.

Τι δέος Θεέ μου. Τους συνάντησα έναν προς έναν, με έβαλαν στο σπίτι τους, άνοιξαν την ψυχή τους, μαζί και το άλμπουμ των πιο σκοτεινών και τραυματικών αναμνήσεων, αυτών που παλεύουν για να λησμονήσουν, αλλά όσο κι αν τα χρόνια περνούν, όσο κι αν οι εικόνες ξεθωριάζουν, δεν γίνεται με τίποτα να ξεχάσουν. Έχουν περάσει 76 χρόνια, αλλά η σχολαστική περιγραφή και ο κυνισμός στην αφήγηση, που μόλις λίγες στιγμές “σπάει” για να αφήσει τη θέση του σε αναστεναγμούς, δάκρυα και αναθέματα, με έκαναν να τρομάξω με το πόσο ωμά αποκρίνονταν στην ωμή πραγματικότητα και το άδικο ριζικό. Αλλά και να ντρέπομαι που τους υποχρέωνα να αναβιώσουν και να μοιραστούν ξανά μαρτυρίες από τις οποίες μαρτυρούν όλη τους τη ζωή.

Ο Παναγιώτης Σφουντούρης, η Ελένη Σφουντούρη, ο Αγγελής Καστρίτης και ο Λουκάς Παπαχρήστος τα έζησαν και επέζησαν. Άλλοι έχασαν γονείς, άλλοι αδέρφια, άλλοι έμειναν μόνοι, μεγαλώνοντας με γιαγιάδες, θείους, συγγενείς. Κάποιος θα τους χαρακτήριζε τυχερούς που γλίτωσαν. Τι από τα παρακάτω είναι τύχη άραγε;

Είδα σφαγμένο το 2 ετών αδερφάκι μου

“Εύχομαι παιδί μου ο Θεός να βάλει το χέρι του και να μη ζήσεις ποτέ κάτι τέτοιο. Ο κακός ο χρόνος περνάει. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν περνάνε”. Έτσι έκλεισε η αφήγηση του Παναγιώτη Σφουντούρη. Στα 6 του, έχασε πατέρα, μητέρα και τον μόλις 2 ετών αδερφό του. Η περιγραφή της εικόνας του σκοτωμένου του αδερφού ήταν και η στιγμή που λύγισε. Πριν ή μετά από αυτό, εξηγούσε όσα έζησε με ένταση στη φωνή του, σαν να τα ζούσε ξανά και ξανά.

Ήμασταν στο πατρικό μου. Ο πατέρας μου έκανε τον άρρωστο στο κρεβάτι για να μην τον πιάσουν οι Γερμανοί και η μητέρα μου είχε πάει στο σπίτι της μητέρας της, της γιαγιάς μου. Είχε αρραβωνιαστεί ο αδερφός της και έφτιαχναν τηγανίτες, έτσι γινόταν την εποχή εκείνη. Και μου λέει ο πατέρας μου, άντε πήγαινε να ειδοποιήσεις τη μάνα σου να έρθει σπίτι. Φοβότανε. Ξεκινάω εγώ, η αδερφή μου που ήταν 4 χρονών και το αδερφάκι μου ο Νίκος 2 ετών και μόλις πηγαίναμε προς την πάνω πλατεία, βλέπουμε τη μάνα μου να έρχεται προς τα κάτω. Παίρνει τον αδερφό μου τον Νίκο στα χέρια της και πάνε στον πατέρα μου. Εμείς συνεχίσαμε με την αδερφή μου να πάμε στο σπίτι της γιαγιάς μου. Γύρω μας ακούγαμε σφαίρες να πέφτουν συνέχεια. Για καλή μας τύχη εκεί ήταν και μία θεία μου, η Φανή, που μας πήρε και ευτυχώς δεν μας άφησε να πάμε στο πατρικό μας σπίτι, αλλά μας πήγε στο δικό της το σπίτι.

Μπαίνουμε σπίτι της θείας μου και βλέπουμε από το παράθυρο τους Γερμανούς να έρχονται από το Στείρι. Το σπίτι είχε μία αυλή μπροστά με μία σιδερόπορτα που ευτυχώς η θεία μου είχε αμπαρώσει. Καθόμασταν μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού και τα βλέπαμε όλα. Τους είδαμε να μπαίνουν και να κατεβάζουν τους 12 ομήρους που είχαν σε ένα φορτηγό. Καταλάβαμε ότι θα τους εκτελέσουν. Κάποιος αντιστάθηκε και τον χτύπησαν με το όπλο στην πλάτη. Η μάνα της θείας μου μας είπε πηγαίνετε μέσα να μην τα δείτε εσείς. Εγώ μπήκα από πίσω και είδα που τους εκτέλεσαν. Πυροβολισμοί ακούγονταν συνέχεια. Είδαμε Γερμανούς να μπαίνουν στο διπλανό σπίτι, όπου ήταν η μητέρα του Αγγελή του Καστρίτη (σ.σ. θα διαβάσετε πιο κάτω την μαρτυρία του Αγγελή Καστρίτη)και η γιαγιά του που ήταν στον φούρνο και φουρνίζανε. Με το που τις είδαν τις σκοτώσανε.

Ο Παναγιώτης Σφουντούρης κοιτάζει τη φωτογραφία όπου μαζί με την αδερφή του, παιδάκια, κάθονται μπροστά στο μνήμα των συγγενών τους.

Το σπίτι που ήμασταν εμείς είχε τρία δωμάτια. Στο ένα δωμάτιο είχαν σκάψει και είχαν ένα υπόγειο από κάτω. Περίπου ένα μέτρο ύψος. Ανοίγουν την καταπακτή και μπαίνουμε μέσα. Ούτε που κατάλαβα πώς χωρέσαμε. Οι Γερμανοί μπήκαν από τη μία πόρτα της κουζίνας και βγήκαν από την κεντρική πόρτα. Εμείς ήμασταν από κάτω. Δηλαδή αν είχαν βάλει φωτιά ούτε που θα μας βρίσκανε ποτέ. Εγώ είχα χτυπήσει χωρίς να το καταλάβω στο κεφάλι, ακόμα το έχω το σημάδι. Κάτσαμε ώρα εκεί.

Βγήκε πρώτα η θεία μου να δει αν είναι ακόμα έξω οι Γερμανοί. Δεν ήταν και μας έβγαλε έναν-έναν. Μας λέει άντε τώρα πηγαίνετε στη μάνα και τον πατέρα σας. Παίρνω την αδερφή μου να πάμε στο πατρικό μου. Βλέπω έναν ξάδερφό μου που ήταν παράλυτος. Τον είχανε σκοτώσει. Φτάνουμε στο σπίτι. Μόλις μπαίνω μέσα βλέπω τη μάνα μου γονατιστή στο τζάκι, σκοτωμένη. Δεν είχε πέσει κάτω. Ο πατέρας μου ήταν ξαπλωμένος, σκοτωμένος στο κρεβάτι. Σε ένα κρεβάτι δίπλα που είχαν φτιάξει για το αδερφάκι μου, βλέπω τον Νίκο το αδερφάκι μου σφαγμένο, το είχαν διαλύσει. Σαν να μην είχε κοιλιά.

Βγαίνω στο μπαλκόνι και φωνάζω κλαίγοντας στη θεία μου και τη μάνα της, σκοτώσανε τη μάνα μου, τον πατέρα μου και τον αδερφό μου. Εκείνες μας είπαν να πάμε στο σπίτι της άλλης γιαγιά μας. Οι μακαρίτισσες τόσο μυαλό είχαν, μας είπαν 6 ετών να πάμε πάνω. Ξεκινάμε με την αδερφούλα μου να πάμε στην πάνω πλατεία. Φτάνοντας πάνω, ακούγαμε κάποιον να μουγκρίζει και φοβηθήκαμε. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τραυματιστεί. Μόνο αυτός ακουγόταν, τίποτα άλλο, μούγκριζε από τον πόνο. Κλαίγοντας φτάσαμε στη γιαγιά μου, ήρθε εκεί και ο αδερφός της μάνας μου και φύγαμε για τη Δεσφίνα, τότε δεν υπήρχε δρόμος, μονοπάτια ήταν. Κοιμηθήκαμε εκεί τη νύχτα και μετά πήγαμε σε ένα μαντρί στον δρόμο για Φωκίδα όπου μείναμε κι εκεί μερικές μέρες και μερικές ακόμη στην παραλία. Ήμασταν με τον αδερφό της μάνας μου και τον αδερφό του πατέρα μου. Εν τω μεταξύ είχανε σκοτώσει τη μάνα του πατέρα μου και τον αδερφό του πατέρα μου. Πέρασαν 10-15 μέρες. Είδαμε τους Γερμανούς να έρχονται πάλι, ήμασταν 30 μέτρα περίπου μακριά και μας κρύψανε μέσα σε κάτι πουρνάρια. Περάσανε οι Γερμανοί, πυρπολούσαν, σκότωναν ακόμη και τα άλογα. Μετά και από αυτό σωθήκαμε. Μείναμε στη γιαγιά μου, τη μάνα της μάνας μου, μαζί με τον αδερφό της μάνας μου. Αυτοί μας μεγάλωσαν”.

Διαβάστε τη συνέχεια στο news247

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση
Ακολουθήστε το Daynight.gr σε Google News, Facebook και Instagram.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Κρήτη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο Daynight.gr
Διαφήμιση
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση ammos
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση TAMEIO EGGYODOSIAS
Διαφήμιση ammos
Διαφήμιση CRETANPHYSIS
Διαφήμιση vision

ΔΗΜΟΦΙΛΗ